Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σχιζοειδής , ής, ές σχι-ζο-ει-δής επίθ. 1. ΨΥΧΙΑΤΡ. που χαρακτηρίζεται από αποστασιοποίηση, αδυναμία έκφρασης συναισθημάτων και δυσκολία στη σύναψη κοινωνικών σχέσεων: ~ής: διαταραχή/προσωπικότητα. Βλ. παρανοειδής. 2. (μτφ.) που διέπεται από έντονες αντιφάσεις, παραλογισμό: ~ής: κατάσταση/στάση/συμπεριφορά. Πβ. παράλογος, παρανοϊκός, σχιζοφρενικός. [< γερμ.-αγγλ. schizoid, γαλλ. schizoïde, 1922]

παρανοειδής

παρανοειδής, ής, ές πα-ρα-νο-ει-δής επίθ.: ΨΥΧΙΑΤΡ. που έχει χαρακτηριστικά παράνοιας ή σχετίζεται με αυτή: ~ής: ιδεασμός. ~ής: διαταραχή προσωπικότητας/σχιζοφρένεια. Πβ. παρανοϊκός. Βλ. -ειδής. [< γαλλ. paranoïde, 1900, αγγλ. paranoid, 1901]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.