σχιζοφρένεια σχι-ζο-φρέ-νει-α ουσ. (θηλ.) & σχιζοφρένια & σχιζοφρενία 1. ΨΥΧΙΑΤΡ. κατηγορία ψυχωτικών διαταραχών με κύρια συμπτώματα τις αυταπάτες και τις ψευδαισθήσεις, την απώλεια επαφής με την πραγματικότητα, καθώς και την αποδιοργάνωση της σκέψης, της ομιλίας και γενικότ. της προσωπικότητας: κατατονική/παρανοειδής/υπολειμματική ~. Βλ. αβουλία, αυτισμός, διπολική διαταραχή, κατατονία.2. (μτφ.) παραλογισμός, παράνοια: ιδεολογική ~. Η ~ του πολέμου/της σύγχρονης ζωής. [< γερμ. Schizophrenie 1908 < σχίζω + φρὴν, φρενὸς, αγγλ. schizophrenia, 1909, γαλλ. schizophrénie, 1911 – αγγλ. paranoid schizophrenia, 1940]
αβουλία
αβουλία[ἀβουλία] α-βου-λί-α ουσ. (θηλ.) 1. έλλειψη θέλησης, αποφασιστικότητας, πρωτοβουλίας: κυβερνητική ~. Πολιτική ~ επί του πρακτέου. ~ και ατολμία/παθητικότητα. ~ των αρμόδιων υπηρεσιών στο να προχωρήσουν τα έργα. Εξαιτίας της ~ας του έχασε πολλές ευκαιρίες στη ζωή του. Πβ. αναποφασιστικ-, διστακτικ-ότητα.2. ΨΥΧΙΑΤΡ. μείωση, έλλειψη ή απώλεια της βούλησης, της ικανότητας λήψης αποφάσεων: Συμπτώματα της σχιζοφρένειας είναι η γενική αδράνεια, η απάθεια και η ~. ΣΥΝ. αβουλησία [< 1: αρχ. ἀβουλία, 2: γαλλ. aboulie, γερμ. Abulie]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.