σχοινί σχοι-νί ουσ. (ουδ.) & σκοινί: επίμηκες κορδόνι από φυτικές ίνες ή άλλο υλικό για ποικίλες χρήσεις: γερό/χοντρό ~. ~ απλώματος ρούχων/μπουγάδας. ~ αναρρίχησης. ~ με κόμπους. Λύνω τα ~ιά της βάρκας. (σε γήπεδο πυγμαχίας) Τα ~ιά του ρινγκ. Βλ. συρματόσχοινο. ● ΦΡ.: βαδίζω/βρίσκομαι/πατώ (πάνω) σε τεντωμένο σκοινί: για κρίσιμες και γενικότ. δύσκολες καταστάσεις, που απαιτούν πολύ προσεκτική αντιμετώπιση: Σε ~ ~ οι σχέσεις των δύο κρατών., δένω/παίρνω κάτι σκοινί κορδόνι (προφ.): εμμένω σε κάτι ή το επαναλαμβάνω με ενοχλητικό τρόπο: Το είπα μια φορά και το έδεσε ~ ~ ότι θα πάμε εκδρομή., τραβάω/τεντώνω το σχοινί/σκοινί (μτφ.-προφ.): οδηγώ μια κατάσταση στα άκρα: Μην τεντώνεις άλλο το ~, γιατί θα τσακωθούμε άσχημα., στο σπίτι του κρεμασμένου δε(ν) μιλάνε για σκοινί βλ. κρεμασμένος, το παρατραβάω (το σχοινί) βλ. παρατραβώ, του σκοινιού και του παλουκιού βλ. παλούκι [< μεσν. σκοινί < αρχ. σχοινίον < σχοῖνος]
κρεμασμένος
κρεμασμένος, η, ο κρε-μα-σμέ-νος επίθ. 1. που κρέμεται από κάπου, αναρτημένος: ~ος: πίνακας. ~η: φωτογραφία. ~ο: πανό. ~α: ρούχα (στη ντουλάπα). Κάδρα ~α στον τοίχο. Τσάντα ~η στον/από τον ώμο. Πινακίδα ~η πάνω από την πόρτα. ~ στο κενό (βλ. αιωρούμαι). Είναι ~η πάνω του (: τον κρατά αγκαλιά ή μτφ. είναι εξαρτημένη από αυτόν).2. (για πρόσ.) που έχει κρεμαστεί, απαγχονιστεί: Βρέθηκε ~ σε δέντρο. ● ΦΡ.: στο σπίτι του κρεμασμένου δε(ν) μιλάνε για σκοινί (παροιμ.): δεν πρέπει να αναφέρονται θέματα ή καταστάσεις που θυμίζουν σε κάποιον τις τραυματικές του εμπειρίες. [< γαλλ. on ne parle pas de corde dans la maison d’un pendu] ● βλ. κρεμώ
παλούκι
παλούκι πα-λού-κι ουσ. (ουδ.) {παλουκιού} 1. μακρόστενο κομμάτι ξύλου με αιχμηρή απόληξη που στερεώνεται στο έδαφος και χρησιμοποιείται κυρ. για στήριξη. Πβ. πάσσαλος.2. (αργκό) κάτι πάρα πολύ δύσκολο, ανυπέρβλητο: Τα θέματα στις εξετάσεις ήταν ~ια. ΣΥΝ. αγγούρι (2), ζόρι (2), μανίκι (2), πακέτο (4) ● Υποκ.: παλουκάκι (το) ● ΦΡ.: του σκοινιού και του παλουκιού (προφ.-μειωτ.): για κάποιον που θεωρείται αχρείος, διεφθαρμένος, χωρίς ηθικούς φραγμούς: άνθρωπος ~ ~. Πβ. εξώλης και προώλης., τα βρίσκω δύσκολα/σκούρα/μπαστούνια/ζόρικα/παλούκια βλ. βρίσκω [< μεσν. παλούκι(ν)]
παρατραβώ
παρατραβώ [παρατραβῶ] πα-ρα-τρα-βώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {παρατραβ-άς ..., -ώντας | παρατράβ-ηξε, -ήξει, (σπάν.) -ιέται, -ήχτηκε, -ηχτεί, -ηγμένος} & παρατραβάω (προφ.-επιτατ.) 1. (μτφ.) παρατείνω κάτι σε ενοχλητικό ή κουραστικό βαθμό: Τις ~ηξε τις διακοπές του. Έχει ~ηχτεί το θέμα!2. (σπάν.) τραβώ κάτι πάρα πολύ. Πβ. καργ-, τεζ-άρω, τσιτώνω. ● παρατραβάει: διαρκεί περισσότερο από το ανεκτό, επιτρεπόμενο ή κανονικό: Η συζήτηση/υπόθεση έχει αρχίσει και ~ (ΣΥΝ. παρακρατάει, τρενάρει). Σαν πολύ δεν ~ηξε το αστείο/πράγμα; Πβ. (αυτό) παραπάει! ● Μτχ.: παρατραβηγμένος , η, ο: ακραίος, υπερβολικός· απίθανος, καθόλου πειστικός: ~ος: ισχυρισμός. ~η: άποψη/θεωρία. ~ο: επιχείρημα/σενάριο. Η ιστορία του μου ακούγεται/φαίνεται ~η. Θα ήταν ~ο να ... ● ΦΡ.: το παρατραβάω (το σχοινί) (προφ.): ξεπερνώ το μέτρο, υπερβάλλω: Μήπως το ~άς λιγάκι με τις πλάκες; Το ~άει (~) σε πολλά θέματα (= το παρακάνει, τραβάει τα άκρα). Αυτή τη φορά το ~ηξες (~)! Βλ. τραβάω/τεντώνω το σκοινί. ΣΥΝ. το παραξηλώνω
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.