Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σχοινί σχοι-νί ουσ. (ουδ.) & σκοινί: επίμηκες κορδόνι από φυτικές ίνες ή άλλο υλικό για ποικίλες χρήσεις: γερό/χοντρό ~. ~ απλώματος ρούχων/μπουγάδας. ~ αναρρίχησης. ~ με κόμπους. Λύνω τα ~ιά της βάρκας. (σε γήπεδο πυγμαχίας) Τα ~ιά του ρινγκ. Βλ. συρματόσχοινο. ● ΦΡ.: βαδίζω/βρίσκομαι/πατώ (πάνω) σε τεντωμένο σκοινί: για κρίσιμες και γενικότ. δύσκολες καταστάσεις, που απαιτούν πολύ προσεκτική αντιμετώπιση: Σε ~ ~ οι σχέσεις των δύο κρατών., δένω/παίρνω κάτι σκοινί κορδόνι (προφ.): εμμένω σε κάτι ή το επαναλαμβάνω με ενοχλητικό τρόπο: Το είπα μια φορά και το έδεσε ~ ~ ότι θα πάμε εκδρομή., τραβάω/τεντώνω το σχοινί/σκοινί (μτφ.-προφ.): οδηγώ μια κατάσταση στα άκρα: Μην τεντώνεις άλλο το ~, γιατί θα τσακωθούμε άσχημα., στο σπίτι του κρεμασμένου δε(ν) μιλάνε για σκοινί βλ. κρεμασμένος, το παρατραβάω (το σχοινί) βλ. παρατραβώ, του σκοινιού και του παλουκιού βλ. παλούκι [< μεσν. σκοινί < αρχ. σχοινίον < σχοῖνος]

κρεμασμένος

κρεμασμένος, η, ο κρε-μα-σμέ-νος επίθ. 1. που κρέμεται από κάπου, αναρτημένος: ~ος: πίνακας. ~η: φωτογραφία. ~ο: πανό. ~α: ρούχα (στη ντουλάπα). Κάδρα ~α στον τοίχο. Τσάντα ~η στον/από τον ώμο. Πινακίδα ~η πάνω από την πόρτα. ~ στο κενό (βλ. αιωρούμαι). Είναι ~η πάνω του (: τον κρατά αγκαλιά ή μτφ. είναι εξαρτημένη από αυτόν). 2. (για πρόσ.) που έχει κρεμαστεί, απαγχονιστεί: Βρέθηκε ~ σε δέντρο. ● ΦΡ.: στο σπίτι του κρεμασμένου δε(ν) μιλάνε για σκοινί (παροιμ.): δεν πρέπει να αναφέρονται θέματα ή καταστάσεις που θυμίζουν σε κάποιον τις τραυματικές του εμπειρίες. [< γαλλ. on ne parle pas de corde dans la maison d’un pendu] ● βλ. κρεμώ

παλούκι

παλούκι πα-λού-κι ουσ. (ουδ.) {παλουκιού} 1. μακρόστενο κομμάτι ξύλου με αιχμηρή απόληξη που στερεώνεται στο έδαφος και χρησιμοποιείται κυρ. για στήριξη. Πβ. πάσσαλος. 2. (αργκό) κάτι πάρα πολύ δύσκολο, ανυπέρβλητο: Τα θέματα στις εξετάσεις ήταν ~ια. ΣΥΝ. αγγούρι (2), ζόρι (2), μανίκι (2), πακέτο (4) ● Υποκ.: παλουκάκι (το) ● ΦΡ.: του σκοινιού και του παλουκιού (προφ.-μειωτ.): για κάποιον που θεωρείται αχρείος, διεφθαρμένος, χωρίς ηθικούς φραγμούς: άνθρωπος ~ ~. Πβ. εξώλης και προώλης., τα βρίσκω δύσκολα/σκούρα/μπαστούνια/ζόρικα/παλούκια βλ. βρίσκω [< μεσν. παλούκι(ν)]

παρατραβώ

παρατραβώ [παρατραβῶ] πα-ρα-τρα-βώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {παρατραβ-άς ..., -ώντας | παρατράβ-ηξε, -ήξει, (σπάν.) -ιέται, -ήχτηκε, -ηχτεί, -ηγμένος} & παρατραβάω (προφ.-επιτατ.) 1. (μτφ.) παρατείνω κάτι σε ενοχλητικό ή κουραστικό βαθμό: Τις ~ηξε τις διακοπές του. Έχει ~ηχτεί το θέμα! 2. (σπάν.) τραβώ κάτι πάρα πολύ. Πβ. καργ-, τεζ-άρω, τσιτώνω.παρατραβάει: διαρκεί περισσότερο από το ανεκτό, επιτρεπόμενο ή κανονικό: Η συζήτηση/υπόθεση έχει αρχίσει και ~ (ΣΥΝ. παρακρατάει, τρενάρει). Σαν πολύ δεν ~ηξε το αστείο/πράγμα; Πβ. (αυτό) παραπάει! ● Μτχ.: παρατραβηγμένος , η, ο: ακραίος, υπερβολικός· απίθανος, καθόλου πειστικός: ~ος: ισχυρισμός. ~η: άποψη/θεωρία. ~ο: επιχείρημα/σενάριο. Η ιστορία του μου ακούγεται/φαίνεται ~η. Θα ήταν ~ο να ... ● ΦΡ.: το παρατραβάω (το σχοινί) (προφ.): ξεπερνώ το μέτρο, υπερβάλλω: Μήπως το ~άς λιγάκι με τις πλάκες; Το ~άει (~) σε πολλά θέματα (= το παρακάνει, τραβάει τα άκρα). Αυτή τη φορά το ~ηξες (~)! Βλ. τραβάω/τεντώνω το σκοινί. ΣΥΝ. το παραξηλώνω

συρματόσχοινο

συρματόσχοινο συρ-μα-τό-σχοι-νο ουσ. (ουδ.) & συρματόσκοινο: σχοινί κατασκευασμένο από σύρματα τυλιγμένα μεταξύ τους: ανοξείδωτο/εύκαμπτο/λεπτό/πλαστικοποιημένο/χαλύβδινο ~. ~ απλώματος ρούχων/ασφαλείας. ~ ανελκυστήρα/έλξεων. Βλ. αρτάνη. [< γερμ. Drahtseil]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.