Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • σχόλη σχό-λη ουσ. (θηλ.) & σκόλη (λαϊκό): ημέρα αργίας. [< μεσν. σχόλη]
  • σχολή σχο-λή ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Σ) 1. τμήμα ανώτατου ή ανώτερου εκπαιδευτικού ιδρύματος στο οποίο παρέχεται τριτοβάθμια εκπαίδευση και γενικότ. παιδεία· συνεκδ. το σύνολο των διδασκόντων και σπουδαστών του, το πρόγραμμά του ή/και το κτίριο όπου στεγάζεται: Iατρική/Πολυτεχνική ~. ~ Θεολογίας (= Θεολογική ~). ~ Θετικών Επιστημών/Νομικών, Οικονομικών & Πολιτικών Επιστημών. Ανωτάτη ~ Καλών Τεχνών. Εκκλησιαστική/ιερατική/τεχνική ~. Πανεπιστημιακές ~ές.|| Καθηγητής/κοσμήτορας/φοιτητής της Φιλοσοφικής ~ής. Βιβλιοθήκη/έδρα/εντευκτήριο/εξετάσεις/εργαστήριο/μάθημα/σπουδαστήριο/συνέλευση ~ής. Έβγαλε/τελείωσε τη ~ (: αποφοίτησε) με άριστα. Γράφτηκε/πήγε/σπούδασε στη ~ ...|| (γενικότ., ίδρυμα που παρέχει ειδική εκπαίδευση σε κάποιον τομέα:) ~ εκμάθησης (ξένης) γλώσσας/χορού (πβ. χοροδιδασκαλείο). Εθνική ~ Δικαστών. Δραματική/θεατρική ~. ~ κομμωτικής. ~ οδηγών.|| (ΙΣΤ.) Η μεγάλη του Γένους ~ (στην Κωνσταντινούπολη). 2. (μτφ.) τάση που διαμορφώνεται σε συγκεκριμένο τομέα και ακολουθείται από ένα σύνολο επιστημόνων, φιλοσόφων ή καλλιτεχνών· ρεύμα: κλασική/μαρξιστική/πλατωνική/ρομαντική ~. Επτανησιακή ~. Γαλλική ~ στο μυθιστόρημα. Η ~ των ιμπρεσιονιστών. ● ΣΥΜΠΛ.: αρχαιολογική σχολή: ίδρυμα ξένου κράτους με αντικείμενο κυρ. τη διενέργεια ανασκαφών και μελετών: Βρετανική/Γαλλική ~ ~ Αθηνών., παραγωγική σχολή: κάθε σχολή των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, καθώς και της Εκκλησίας., Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων βλ. εύελπις, Σχολή Ικάρων βλ. Ίκαρος ● ΦΡ.: της παλιάς/παλαιάς σχολής: για νοοτροπία και αντιλήψεις παλαιότερων εποχών: Είναι ~ ~. Απόψεις ~ ~. [< αρχ. σχολή ‘ελευθερος χρόνος, τεμπελιά, σχολείο’, γαλλ. faculté, école, γερμ. Fakultät 2: γαλλ. école]

εύελπις

εύελπις [εὔελπις] εύ-ελ-πις ουσ. (αρσ.) {ευέλπ-ιδος, -ι(ν) | -ιδες} (λόγ.) 1. (συχνά με κεφαλ. το αρχικό Ε) σπουδαστής της Σχολής Ευελπίδων. 2. (ως επίθ., για πρόσ.) που γεννά ελπίδες ή προσδοκίες, που υπόσχεται πολλά: ~ις: πολιτικός. ~ιδες: νέοι. Πβ. ελπιδοφόρος, φέρελπις. ● ΣΥΜΠΛ.: Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων: σχολή ανώτατης εκπαίδευσης από την οποία αποφοιτούν οι μόνιμοι αξιωματικοί των Όπλων και των Σωμάτων του Στρατού Ξηράς. [< 2: αρχ. εὔελπις]

Ίκαρος

Ίκαρος [Ἴκαρος] Ί-κα-ρος ουσ. (αρσ.) {-ου (λόγ.) -άρου}: ΣΤΡΑΤ. μόνιμος αξιωματικός της Πολεμικής Αεροπορίας, κυρ. ιπτάμενος. ● ΣΥΜΠΛ.: Σχολή Ικάρων: Ανώτατη Στρατιωτική Σχολή, όπου φοιτούν και εκπαιδεύονται όσοι προορίζονται να γίνουν μόνιμοι αξιωματικοί, ιπτάμενοι και μηχανικοί, της Πολεμικής Αεροπορίας. [< αρχ. Ἴκαρος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.