Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • σχολείο [σχολεῖο] σχο-λεί-ο ουσ. (ουδ.) & (λαϊκό) σχολειό 1. ίδρυμα στο οποίο παρέχεται πρωτοβάθμια ή δευτεροβάθμια εκπαίδευση (ή επαγγελματική κατάρτιση) και γενικότ. παιδεία· συνεκδ. το σύνολο των μαθητών και εκπαιδευτικών του, το πρόγραμμά του ή/και το κτίριο όπου στεγάζεται: δημόσιο/διαπολιτισμικό/διθέσιο/ειδικό (: για παιδιά με ειδικές ανάγκες)/έξυπνο (βλ. έξυπνος)/επαγγελματικό/εσπερινό/θερινό/ιδιωτικό/κατηχητικό/μικτό/μονοθέσιο/μονοτάξιο/μουσικό/νυχτερινό/ολοήμερο/πρότυπο/συμπεριληπτικό/τεχνικό ~. ~ στοιχειώδους/μέσης εκπαίδευσης.|| (παλαιότ.) Αλληλοδιδακτικό/ελληνικό (= σχολαρχείο)/κλασικό ~. ~ θηλέων.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Εικονικό/ηλεκτρονικό/ψηφιακό ~.|| Δάσκαλος/διευθυντής/εκδηλώσεις/καθηγητής/λειτουργία ~ου. Έβγαλε/τελείωσε το ~ (: αποφοίτησε) με άριστα. Γράφομαι/πηγαίνω/φοιτώ στο ~.|| Το ~ πήγε εκδρομή.|| Καινούργιο/σύγχρονο ~. Αίθουσες/βιβλιοθήκη/κυλικείο/προαύλιο ~ου. Πβ. εκπαιδευτήριο. Βλ. νηπιαγωγείο, δημοτικό, γυμνάσιο, λύκειο. 2. (μτφ.) χώρος απόκτησης γνώσεων, εμπειριών: το ~ της ζωής. Η θητεία μου κοντά του στάθηκε/υπήρξε μεγάλο/πραγματικό ~. ΣΥΝ. πανεπιστήμιο (2) ● ΣΥΜΠΛ.: κρυφό σχολειό: ΙΣΤ. (στην Τουρκοκρατία) θεσμός που σύμφωνα με την παράδοση λειτούργησε μυστικά και αφορούσε την παροχή παιδείας στα ελληνόπουλα από ιερείς και μοναχούς., σχολείο δεύτερης ευκαιρίας (ακρ. ΣΔΕ): στο οποίο εγγράφονται απόφοιτοι Δημοτικού ηλικίας 18 ετών και άνω, για να αποκτήσουν απολυτήριο Γυμνασίου· η φοίτηση διαρκεί δύο σχολικά έτη και το πρόγραμμα σπουδών διαφοροποιείται σημαντικά από τα αντίστοιχα της τυπικής εκπαίδευσης, κυρ. ως προς τις αρχές, το περιεχόμενο, τη διδακτική μεθοδολογία και την αξιολόγηση των εκπαιδευομένων: Με τα ~α ~ επιχειρείται ο περιορισμός του κοινωνικού αποκλεισμού. [< αγγλ. second chance school, γαλλ. école de la deuxième chance] , (ενδο)σχολική βία/βία στο σχολείο (/στα σχολεία) βλ. βία, Πειραματικό Σχολείο βλ. πειραματικός [< μτγν. σχολεῖον, γαλλ. école, γερμ. Schule]
  • σχολειοποίηση σχο-λει-ο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.) 1. εφαρμογή σχολικών μεθόδων σε άλλους χώρους στους οποίους δεν είναι αποτελεσματικές: ~ του νηπιαγωγείου. 2. ένταξη στο σχολικό σύστημα: ~ των τσιγγανόπαιδων.|| (αρνητ. συνυποδ.) ~ του ελεύθερου χρόνου των μαθητών. Βλ. -ποίηση.

βια

βια ουσ. (θηλ.) (λαϊκό-λογοτ.): βιασύνη. ΣΥΝ. βιάση [< αρχ. βία με συνίζηση]

νηπιαγωγείο

νηπιαγωγείο [νηπιαγωγεῖο] νη-πι-α-γω-γεί-ο ουσ. (ουδ.) (κ. με κεφαλ. Ν): διετής σχολική βαθμίδα που αντιστοιχεί στην προσχολική εκπαίδευση (για παιδιά ηλικίας 5-6 ετών)· συνεκδ. το σχετικό ίδρυμα ή/και το κτίριο: μονοθέσιο/πειραματικό ~. Κοινά, ολοήμερα, ειδικά ~α. Παιδικοί σταθμοί και ~α. Βλ. (προ)νήπιο. [< γερμ. Kindergarten]

πειραματικός

πειραματικός, ή, ό πει-ρα-μα-τι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με το πείραμα: ~ός: έλεγχος/σχεδιασμός. ~ή: απόδειξη/διαδικασία/επαλήθευση/μέθοδος/μελέτη/έρευνα. ~ές: ασκήσεις/δραστηριότητες/μετρήσεις/συνθήκες (: ελεγχόμενες)/τεχνικές. ~ά: αποτελέσματα/δεδομένα. ~ή Ψυχολογία. ~ές Επιστήμες (: Βιολογία, Φυσική, Χημεία). Βλ. εργαστηριακός.|| ~ός: αντιδραστήρας/σταθμός. ~ό: εργαστήριο.|| ~ή: ομάδα (: που συμμετέχει σε πείραμα). 2. που εφαρμόζεται ακόμα δοκιμαστικά: ~ή: θεραπεία/λειτουργία. ~ό: αυτοκίνητο (: υβριδικό)/μοντέλο/πρόγραμμα. ~ές: εφαρμογές/συσκευές. Φάρμακο που βρίσκεται/παραμένει σε ~ό στάδιο (= ~ό φάρμακο). Πβ. δοκιμαστ-, πιλοτ-ικός. 3. που πειραματίζεται με νέες, καινοτόμες ιδέες ή τεχνικές: (ΚΑΛ. ΤΕΧΝ.) ~ός: κινηματογράφος. ~ή: μουσική/(θεατρική) σκηνή/ταινία. ~ό: εργαστήρι Τέχνης/θέατρο. Πβ. πρωτοποριακός, σύγχρονος.|| (ΠΑΙΔΑΓ.) ~ή: διδασκαλία. ~ό: νηπιαγωγείο. Πβ. πρότυπος.|| Χρηματοδότηση ~ών δράσεων/ενεργειών στον τομέα της τεχνολογίας. Πβ. προοδευτικός.|| ~ή: αλιεία/καλλιέργεια (βλ. βιολογική, οργανική). ~οί: αγροί. ● επίρρ.: πειραματικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς]: ~ αποδεδειγμένο. Έχει διαπιστωθεί/επιβεβαιωθεί ~ ότι ...|| Υπηρεσία που λειτουργεί (προς το παρόν) ~ (= δοκιμαστικά). ● ΣΥΜΠΛ.: Πειραματικό Σχολείο & (προφ.) Πειραματικό: δημόσιο σχολείο το οποίο έχει ως βασικό σκοπό την προαγωγή της εκπαιδευτικής και ψυχοπαιδαγωγικής έρευνας, καθώς και την πρακτική άσκηση των φοιτητών των Παιδαγωγικών Τμημάτων και του εκπαιδευτικού προσωπικού της περιοχής στην οποία ανήκει. Βλ. πρότυπο σχολείο., πειραματική αρχαιολογία βλ. αρχαιολογία [< γαλλ. expérimental]

-ποίηση

-ποίηση {-ποίησης (λόγ.) -ποιήσεως | σπανιότ. στον πληθ. -ποιήσεις} (λόγ.): επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει ενέργεια, προώθηση συγκεκριμένης διαδικασίας ή και το αποτέλεσμά της: αγιο~/αισθητο~/απομυθο~/εντατικο~/ευαισθητο~/θεο~/μαζο~/στοχο~. Κωδικο~/οπτικο~/σελιδο~. Κεφαλαιο~/μετοχο~/ρευστο~/τιμαριθμο~. Διεθνο~/κομματικο~/παγκοσμιο~/ποινικο~/φτωχο~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.