Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σχολιογράφος σχο-λι-ο-γρά-φος ουσ. (αρσ. + θηλ.): πρόσωπο που ασχολείται συνήθ. επαγγελματικά με τη σχολιογραφία: ανώνυμος/τακτικός ~. ~ του ιστολογίου/του περιοδικού. Εργάζεται ως αρθρογράφος-~ στην εφημερίδα ... Βλ. -γράφος. [< μτγν. σχολιογράφος, γαλλ. commentateur, 1904, αγγλ. scholiographer]

-γραφος

-γραφος, η, ο: λεξικό επίθημα με αναφορά σε ορισμένο τρόπο γραφής: ιδιό~/ολό~.|| (ουσιαστικοπ.) Χειρό-γραφο.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.