Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σωλήνωση σω-λή-νω-ση ουσ. (θηλ.): τοποθέτηση, εγκατάσταση σωλήνων· (συνεκδ., κυρ. στον πληθ.) δίκτυο σωλήνων: Εργασίες ~ης φρεάτων.|| Ενδοδαπέδιες/εξωτερικές/εσωτερικές/κάθετες/οριζόντιες/υπέργειες/υπόγειες ~ώσεις. Ανοξείδωτες/ελαστικές/μεταλλικές/πλαστικές ~ώσεις. ~ώσεις φυσικού αερίου/αποχέτευσης/εξαερισμού/θέρμανσης/ομβρίων υδάτων/ύδρευσης. Οι ~ώσεις του καλοριφέρ. Εύκαμπτες ~ώσεις καυσίμου. Διάβρωση/διατομή/μόνωση/σύνδεσμοι ~ώσεων. Βλ. δια~. [< γαλλ. tuyauterie, tubulure, 1964]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.