Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σωματομετρικός , ή, ό σω-μα-το-με-τρι-κός επίθ.: ΑΝΘΡΩΠ. που σχετίζεται με τη σωματομετρία: ~ός: έλεγχος. ~οί: δείκτες. ~ές: αναλογίες/διαστάσεις. ~ά: δεδομένα/στοιχεία/χαρακτηριστικά (: βάρος, ύψος). ~ή και διατροφική αξιολόγηση. Πβ. ανθρωπομετρικός. ● επίρρ.: σωματομετρικά

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.