Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σωτηρία σω-τη-ρί-α ουσ. (θηλ.) 1. απαλλαγή από επικίνδυνη, πιεστική ή ανεπιθύμητη κατάσταση: αναπάντεχη/ανέλπιστη/πολυπόθητη ~. Έκκληση/ελπίδα/επιχείρηση/κίνηση/λύση/μέτρα/σχέδιο ~ας. Η ~ του πλανήτη/της Γης. Οφείλω/χρωστώ τη ~ μου σε ... Στήθηκε γέφυρα ~ας για τη διάσωση του πληθυσμού.|| (προφ.) Δεν έχω ~ (: δεν με σώζει τίποτα). Ψάχνει τη ~ του στο ποτό. ΣΥΝ. γλιτωμός, λυτρωμός, λύτρωση 2. ΘΕΟΛ. λύτρωση της ψυχής από την αμαρτία. ● ΣΥΜΠΛ.: σανίδα σωτηρίας (μτφ.): έσχατο μέσο λύτρωσης σε περιπτώσεις απόγνωσης, αδιεξόδου: Στο πρόσωπό της βρήκε ~ ~. Αναζητά ~ ~. Πβ. σωσίβιο. [< γαλλ. planche de salut] , Στρατός (της) Σωτηρίας: διεθνής χριστιανική ιεραποστολική οργάνωση. [< αγγλ. Salvation Army] , άγγελος σωτηρίας βλ. άγγελος, κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας/ενότητας βλ. κυβέρνηση [< αρχ. σωτηρία]

άγγελος

άγγελος [ἄγγελος] άγ-γε-λος ουσ. (αρσ.) {αγγέλ-ου | -ων, -ους} 1. ΕΚΚΛΗΣ. (συχνά με κεφαλ. Α) αόρατο, ασώματο και αθάνατο πνεύμα, φορέας της βούλησης του Θεού και κατ' επέκτ. η συμβολική του απεικόνιση: ~ Kυρίου/πρωτοστάτης. ~ εξ ουρανού. ~ με φτερά (= φτερωτός)/ντυμένος στα λευκά. Εμφανίστηκε μπροστά του με τη μορφή ~ου. Βλ. Αρχ~, Αρχές, Δυνάμεις, Εξουσίες, Θρόνοι, Κυριότητες, Σεραφείμ, Χερουβείμ. Βλ. διάβολος. 2. (μτφ.) άτομο με χαρακτηριστικά αγγέλου, κυρ. ομορφιά, αγνότητα ή καλοσύνη: ξανθός ~ (: πανέμορφη ξανθιά κοπέλα). Τι κούκλος είναι αυτός; Σωστός ~! Βλ. αγγελική ομορφιά. 3. (επίσ.) αγγελιοφόρος: ~ ειρήνης. Βλ. προ~. 4. ΝΟΜ. πρόσωπο το οποίο μεταφέρει απλώς τη δήλωση βούλησης ατόμου που επιθυμεί να προχωρήσει σε δικαιοπραξία. 5. ΦΙΛΟΛ. πρόσωπο της αρχαίας τραγωδίας που ανακοίνωνε στους θεατές όσα συνέβαιναν εκτός σκηνής. Βλ. εξ~. ● ΣΥΜΠΛ.: άγγελος θανάτου: ο Χάρος και γενικότ. καθετί που προκαλεί τον θάνατο πολλών ανθρώπων: Τον βρήκε ο ~ του ~ (= πέθανε)., άγγελος σωτηρίας: από μηχανής θεός: Την τελευταία στιγμή εμφανίστηκε σαν ~ ~., άγγελος του ελέους: πρόσωπο που προσφέρει απροσδόκητη και καλοδεχούμενη βοήθεια: Υπήρξε πραγματικός ~ ~ για εκατοντάδες ασθενείς., έκπτωτος/εκπεσών άγγελος 1. ΘΕΟΛ. δαίμονας που αποστάτησε και εκδιώχθηκε από τον Παράδεισο. Πβ. διάβολος, Εωσφόρος, Σατανάς. 2. (μτφ.) για άτομο εκδιωγμένο, ξεπεσμένο: Ο ήρωας της ταινίας είναι ένας ~ ~ εξορισμένος από παντού., ο καλός μου/σου/του άγγελος: φύλακας και προστάτης: Κάποιος ~ μου ~ με φύλαξε. [< γερμ. mein guter Engel] , φύλακας άγγελος: αγαθό πνεύμα που προστατεύει τους ανθρώπους και γενικότ. κάθε άτομο ή οτιδήποτε ενεργεί ανάλογα: Ο Άγιος Νικόλαος είναι ~ ~ των ναυτικών.|| Ο τερματοφύλακας αποδείχτηκε ~ ~ της ομάδας. Βλ. άγγελος σωτηρίας., επιχειρηματικοί άγγελοι βλ. επιχειρηματικός, μαλλιά αγγέλου βλ. μαλλί ● ΦΡ.: άγγελέ μου! (οικ.): προσφώνηση τρυφερότητας, θαυμασμού, στοργής., άγγελος ή προάγγελος κακών/καλών ειδήσεων: πρόσωπο που ανακοινώνει ένα δυσάρεστο/ευχάριστο συμβάν: Δεν θέλω να γίνω ~ κακών ειδήσεων (σπάν. μαντάτων/μηνυμάτων/νέων), αλλά ..., δε(ν) δίνει (ούτε) τ' αγγέλου/τ' Αγίου του νερό (προφ.): για πολύ τσιγκούνη άνθρωπο: Είναι ένας σπάγγος, ούτε ~ ~ δεν δίνει!, είδε τον άγγελό του (σπάν.-λαϊκό): για ετοιμοθάνατο., ζωγραφίζει/φτιάχνει αγγέλους: δημιουργεί, πλάθει αριστουργήματα: Είναι μεγάλος μάστορας, ~ ~!, η γειτονιά/στην αγκαλιά των αγγέλων βλ. γειτονιά [< 1,2: μτγν. ἄγγελος 3,4,5: αρχ. ἄγγελος, γαλλ. ange, αγγλ. angel, γερμ. Εngel]

κυβέρνηση

κυβέρνηση κυ-βέρ-νη-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΠΟΛΙΤ. (κ. με κεφαλ. Κ) ανώτατος πολιτειακός θεσμός άσκησης της εκτελεστικής εξουσίας που αποτελείται από τον πρωθυπουργό και το σύνολο των υπουργών και των υφυπουργών· γενικότ. διακυβέρνηση: βιώσιμη/δημοκρατική/επαναστατική/ισχυρή/κατοχική/κοινοβουλευτική/προοδευτική/προσωρινή/συντηρητική/φιλελεύθερη ~. ~ ανδρεικέλων (= ελεγχόμενη)/μειοψηφίας/πλειοψηφίας. Η κεντρική/ομοσπονδιακή ~ και οι περιφερειακές/τοπικές ~ήσεις (στις ΗΠΑ· βλ. αυτο~). Διαδοχικές/εθνικές/μονοκομματικές/πολυκομματικές ~ήσεις. Αλλαγή/ανασχηματισμός/θέσεις/μέλη/όργανο/στελέχη της ~ης. Έπεσε/ορκίστηκε (η νέα)/παραιτήθηκε η ~. Συγκροτήθηκε/σχηματίστηκε ~. Βλ. αντιπολίτευση, κράτος, υπουργικό συμβούλιο.|| Πήρε στα χέρια του την ~. Αυταρχική/δικτατορική ~. Βλ. ηγεσία, διεύθυνση, διοίκηση, παρα~, συγ~. 2. (σπάν.-ειδικότ.) πλοήγηση: ~ του πλοίου. Πβ. πιλοτάρισμα. ● ΣΥΜΠΛ.: κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας/ενότητας: ΠΟΛΙΤ. της οποίας τα μέλη προέρχονται συνήθ. από όλα τα κόμματα και σχηματίζεται σε περιόδους πολιτικής κρίσης., κυβέρνηση συνασπισμού/συνεργασίας & κυβερνητικός συνασπισμός & συμμαχική κυβέρνηση: ΠΟΛΙΤ. που σχηματίζεται από δύο ή περισσότερα κόμματα., οικουμενική κυβέρνηση: ΠΟΛΙΤ. στην οποία συμμετέχουν όλα συνήθ. τα κόμματα της Βουλής και έχει πλήρη ή ευρύτατη κοινοβουλευτική στήριξη., αυτοδύναμη κυβέρνηση βλ. αυτοδύναμος, Εφημερίδα της Κυβερνήσεως βλ. εφημερίδα, μεταβατική κυβέρνηση βλ. μεταβατικός, Πρόεδρος της Κυβέρνησης/Κυβερνήσεως/του Υπουργικού Συμβουλίου βλ. πρόεδρος, σκιώδης κυβέρνηση βλ. σκιώδης, υπηρεσιακή κυβέρνηση βλ. υπηρεσιακός ● ΦΡ.: ανεβάζει και κατεβάζει κυβερνήσεις: (έχει μεγάλη δύναμη ώστε να μπορεί να) αναδεικνύει και (να) καθαιρεί από την εξουσία τους κυβερνώντες: Η κοινή γνώμη/ο λαός/ο Τύπος ~ ~., με κανέναν τρόπο βλ. κανείς & κανένας, καμία & καμιά, κανένα [< αρχ. κυβέρνησις, γαλλ. gouvernement, αγγλ. government]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.