Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σύγκλινο & σύγλινο σύ-γκλι-νο ουσ. (ουδ.): ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. καπνιστό, παστό χοιρινό που διατηρείται μέσα σε λάδι ή χοιρινό λίπος. Βλ. απάκι, μπέικον.

απάκι

απάκι [ἀπάκι] α-πά-κι ουσ. (ουδ.): ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. είδος καπνιστού, μαριναρισμένου σε ξίδι αλλαντικού από χοιρινό κρέας: κρητικό ~. Βλ. μπέικον, σύγκλινο. [< μεσν. απάκι(ν)]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.