σύμφωνος σύμ-φω-νος επίθ. 1. (για πρόσ.) που συμφωνεί με κάποιον ή κάτι: Είμαι απόλυτα/καταρχήν ~ μαζί σου/με όσα λες. Η πρότασή σου με βρίσκει ~ο. (Με τον ...) μείναμε ~οι (= συμφωνήσαμε) ότι/να .../για ... Πβ. ομό-γνωμος, -φωνος. ΑΝΤ. αντίθετος (2), ασύμφωνος 2. (λόγ.) που παρουσιάζει συμφωνία, αντιστοιχία, συνέπεια ως προς κάποιον ή κάτι: Οι πράξεις σου δεν είναι ~ες (= δεν συμβαδίζουν) με τις αποφάσεις σου. Πβ. ανάλογος, συνεπής, ταιριαστός. ΑΝΤ. ανακόλουθος, ασυνεπής (2) 3. ΜΟΥΣ. (για φωνή ή ήχο) που συνηχεί αρμονικά με άλλον. Βλ. -φωνος. ΑΝΤ. διάφωνος ● ΦΡ.: από/εκ συμφώνου (επίσ.): κατόπιν συμφωνίας: Η απόφαση ελήφθη ~ ~ με τον πρόεδρο της επιτροπής., σύμφωνα με & (λόγ.) συμφώνως προς: βάσει, ανάλογα: ~ ~ την απόφαση/το άρθρο ... του νόμου/τις δηλώσεις του .../το δημοσίευμα/τη διάταξη/το δίκαιο/το έθιμο/την έρευνα/τους ισχυρισμούς (: όπως λέγεται, υποστηρίζεται)/τους κανόνες/την κατάθεση (του μάρτυρα)/τη νομοθεσία (: ό,τι ισχύει)/τις οδηγίες/τις πληροφορίες/τις προδιαγραφές/το πρότυπο/το υπόδειγμα. Ο φόρος υπολογίζεται ~ ~ την αξία του ακινήτου., σύμφωνοι (προφ.): (σε ερώτηση ή επιβεβαίωση) εντάξει, καλώς: -Θα πάμε αύριο, (είμαστε) ~; -~!, με (τη) σύμφωνη γνώμη βλ. γνώμη [< αρχ. σύμφωνος]
γνώμη
γνώμηγνώ-μη ουσ. (θηλ.) 1. αυτό που αντιλαμβάνεται, νομίζει ή πιστεύει κάποιος για κάτι, άποψη: αιτιολογημένη/αντίθετη (πβ. αντιγνωμία)/αντικειμενική/απόλυτη/αρνητική/διαφορετική/θετική/παραινετική/προσωπική/υποκειμενική ~. Αλλάζω/διαμορφώνω/εκφέρω/σχηματίζω ~. Διατυπώνω/δίνω/εκφράζω/επιβάλλω/λέω/υποστηρίζω τη ~ μου. Άρθρο/δικαίωμα/έκφραση/έρευνα/εφημερίδα/κατάθεση/κείμενο/μεταστροφή/στήλη ~ης. Η ~ των αναγνωστών/μελών/πελατών/χρηστών (για προσφερόμενες υπηρεσίες). Ζητώ τη ~ ενός ειδικού (βλ. γνωμοδοτώ). Έχω τη ~ (πβ. πεποίθηση)/η ~ μου είναι/είμαι της ~ης ότι ... (= νομίζω). Kατά/σύμφωνα με τη ~ μου ... Παρά τη ~ (συνήθ. + γεν.) ... Η ~ μου για/όσον αφορά το/περί του/σχετικά με ... Tι ~ έχεις για/ποια είναι η ~ σου για ...; (Δεν) συμμερίζομαι τη ~ τους. Έχω διαμορφώσει ιδία ~. Οι ~ες (μας) διίστανται/διχάζονται (= διαφέρουν· ΑΝΤ. συγκλίνουν, συμπίπτουν). (Δεν) έχω (καθόλου) καλή ~ (= εντύπωση) για κάποιον. Δεν με ενδιαφέρουν οι ~ες των άλλων. Θέλω να ακούσω/πάρω (και) μια άλλη/δεύτερη/τρίτη ~. Η ~ του μετράει. Πβ. αντίληψη, εκτίμηση, κρίση.2. ΝΟΜ. γνωμοδότηση: διαδικασία απλής/σύμφωνης ~ης. ● ΣΥΜΠΛ.: ελευθερία (της) γνώμης/(της) έκφρασης/(των) ιδεών/(του) λόγου βλ. ελευθερία, ηκοινή γνώμη βλ. κοινός, το θάρρος της γνώμης βλ. θάρρος ● ΦΡ.: κατά την ταπεινή μου γνώμη ...: για έκφραση άποψης με μετριοφροσύνη: ~ ~, είναι καλύτερα να μην ..., με (τη) σύμφωνη γνώμη (επίσ.): αποδοχή, συγκατάθεση: Κρίθηκαν προφυλακιστέοι με ~ ~ ανακριτή και εισαγγελέα. Παράταση προθεσμίας με τη ~ ~ των συμβαλλομένων (πβ. κοινή συναινέσει). Αυτά έγιναν με τη ~ ~ μου. [< 1: αρχ. γνώμη, γαλλ.-αγγλ. opinion]
-φωνος
-φωνος, η, ο επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων και ουσιαστικών με αναφορά 1. (μτφ.) σε άτομο ή κοινότητα με κύρια γλώσσα αυτή που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: αραβό~/γαλλό~/γερμανό~/ελληνό~/ισπανό~/ιταλό~.|| Aλλό~. Πβ. -γλωσσος.|| Σλαβό-φωνα κράτη.2. στη φωνή: χαμηλό~.|| Kακό~/καλλί~.|| (ειδικότ., για τραγουδιστή/τραγουδίστρια του λυρικού θεάτρου) (ουσιαστικοπ.) (Ο) βαθύ~. (Η) μεσό~/υψί~.3. (μτφ.) στη γνώμη: ομό~/σύμ~.4. ΜΟΥΣ. σε εκτέλεση κομματιού από ορισμένο αριθμό φωνών: τρί~.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.