σύνορο σύ-νο-ρο ουσ. (ουδ.) {συνόρ-ου} 1. νοητή γραμμή ή συνήθ. γεωφυσικό στοιχείο διαχωρισμού δύο τόπων, εκτάσεων, διοικητικών περιφερειών: τεχνητό/φυσικό ~. Ανατολικό/δυτικό/βόρειο/νότιο ~. ~ (μεταξύ) δήμων/ιδιοκτησιών/κτημάτων/οικοπέδων. Tο ~ του οικισμού είναι το ποτάμι.|| (μτφ.) Τα ~α μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. ΣΥΝ. όριο (3) 2. {συνήθ. στον πληθ.} (μτφ.) εμπόδιο, περιορισμός: θρησκευτικά/πολιτικά/πολιτισμικά ~α. (Κάτι) δεν γνωρίζει/έχει ~α. Κόσμος χωρίς ~α (: χωρίς προκαταλήψεις). Γιατροί χωρίς ~α (: ονομασία ανθρωπιστικής οργάνωσης). ● σύνορα (τα): τα επίσημα αναγνωρισμένα όρια της εδαφικής κυριαρχίας ενός κράτους· κατ' επέκτ. η περιοχή κοντά σε αυτά: ανοιχτά/κλειστά ~. Έλεγχος/επέκταση/κατάργηση/οριοθέτηση/παραβίαση/φύλαξη/χάραξη ~ων. Διασχίζω/περνώ τα ~. Τα ~ των δύο χωρών καθορίστηκαν με επίσημη συνθήκη.|| Μετατέθηκα/υπηρέτησα στα ~ (πβ. στην πινέζα του χάρτη). Πβ. παραμεθόριος.|| (μτφ.) Το γεγονός/το όνομά του/η φήμη του ξεπέρασε τα ~ της χώρας του. ● ΣΥΜΠΛ.: εξωτερικά σύνορα: ΠΟΛΙΤ. τα σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τις χώρες εκτός Ένωσης., εσωτερικά σύνορα: ΠΟΛΙΤ. τα σύνορα κάθε κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. [< μεσν. σύνορον, γαλλ. frontière]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.