Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σύνορο σύ-νο-ρο ουσ. (ουδ.) {συνόρ-ου} 1. νοητή γραμμή ή συνήθ. γεωφυσικό στοιχείο διαχωρισμού δύο τόπων, εκτάσεων, διοικητικών περιφερειών: τεχνητό/φυσικό ~. Ανατολικό/δυτικό/βόρειο/νότιο ~. ~ (μεταξύ) δήμων/ιδιοκτησιών/κτημάτων/οικοπέδων. Tο ~ του οικισμού είναι το ποτάμι.|| (μτφ.) Τα ~α μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. ΣΥΝ. όριο (3) 2. {συνήθ. στον πληθ.} (μτφ.) εμπόδιο, περιορισμός: θρησκευτικά/πολιτικά/πολιτισμικά ~α. (Κάτι) δεν γνωρίζει/έχει ~α. Κόσμος χωρίς ~α (: χωρίς προκαταλήψεις). Γιατροί χωρίς ~α (: ονομασία ανθρωπιστικής οργάνωσης).σύνορα (τα): τα επίσημα αναγνωρισμένα όρια της εδαφικής κυριαρχίας ενός κράτους· κατ' επέκτ. η περιοχή κοντά σε αυτά: ανοιχτά/κλειστά ~. Έλεγχος/επέκταση/κατάργηση/οριοθέτηση/παραβίαση/φύλαξη/χάραξη ~ων. Διασχίζω/περνώ τα ~. Τα ~ των δύο χωρών καθορίστηκαν με επίσημη συνθήκη.|| Μετατέθηκα/υπηρέτησα στα ~ (πβ. στην πινέζα του χάρτη). Πβ. παραμεθόριος.|| (μτφ.) Το γεγονός/το όνομά του/η φήμη του ξεπέρασε τα ~ της χώρας του. ● ΣΥΜΠΛ.: εξωτερικά σύνορα: ΠΟΛΙΤ. τα σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τις χώρες εκτός Ένωσης., εσωτερικά σύνορα: ΠΟΛΙΤ. τα σύνορα κάθε κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. [< μεσν. σύνορον, γαλλ. frontière]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.