Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σύντηξη σύ-ντη-ξη ουσ. (θηλ.) (επιστ.): η ενέργεια ή/και το αποτέλεσμα του συντήκω και κυρ. ειδικότ. η ένωση ελαφρών ατομικών πυρήνων για τον σχηματισμό βαρύτερων με ταυτόχρονη απελευθέρωση μεγάλης ποσότητας ενέργειας: ~ μετάλλων.|| (ΦΥΣ. ΠΥΡ.) Ελεγχόμενη/θερμή/ψυχρή ~. ~ ισοτόπων υδρογόνου. Αντιδραστήρας/κατάλοιπα ~ης. Θερμοπυρηνική ~ του Ήλιου.|| (ΒΙΟΛ.) ~ κυττάρων.|| (μτφ.) ~ διαφορετικών παραδόσεων/πολιτιστικών στοιχείων. Πβ. μείξη, κράμα. ● ΣΥΜΠΛ.: πυρηνική σύντηξη βλ. πυρηνικός [< αρχ. σύντηξις, αγγλ. fusion, 1947, γαλλ. ~. ]

πυρηνικός

πυρηνικός, ή, ό πυ-ρη-νι-κός επίθ. 1. ΦΥΣ. -ΤΕΧΝΟΛ. που αναφέρεται στον πυρήνα του ατόμου, στην ενέργεια που εκλύει, στη χρήση ή στις επιπτώσεις της: ~ός: εφιάλτης/κίνδυνος/μαγνητικός συντονισμός (βλ. μαγνητική τομογραφία)/όλεθρος/πύραυλος/τομέας/τρόμος/φυσικός. ~ή: ακτινοβολία/απειλή/ασφάλεια/βιομηχανία/δοκιμή/εγκατάσταση/έκρηξη/επίθεση/εποχή/έρευνα/ισχύς/καταστροφή/κρίση/μηχανική/στρατηγική/σύγκρουση/συνεργασία/τεχνολογία/υπεροχή/χημεία. ~ό: δόγμα/δυναμικό/δυστύχημα/εργοστάσιο/καταφύγιο/οπλοστάσιο/πρόγραμμα/σύννεφο/υλικό/υποβρύχιο/φορτίο/χτύπημα. ~ά: καύσιμα/περιστατικά/σχέδια. ~ σταθμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Πβ. ατομικός. Βλ. αντι~. 2. ΒΙΟΛ. που αναφέρεται στον πυρήνα του κυττάρου: ~ός: πόρος/σκελετός/υποδοχέας/φάκελος (: το περίβλημα του πυρήνα). ~ή: άτρακτος/διαίρεση/μεταμόσχευση/πλάκα. ~ό: αντιγόνο/DNA/περίβλημα. ~ές: πρωτεΐνες. ~ή ατυπία όγκου.|| (ΙΑΤΡ.) ~ός: ίκτερος. 3. ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με την πυρηνική ιατρική: ~ός: γιατρός. ~ή: καρδιολογία/ογκολογία. ● Ουσ.: πυρηνικά (τα) (προφ.): ενν. όπλα ή εργοστάσια: διαπραγματεύσεις/συνομιλίες για τα ~. ● ΣΥΜΠΛ.: πυρηνικά όπλα: πολύ ισχυρά όπλα με μεγάλη εκρηκτική και καταστροφική δύναμη, η οποία οφείλεται στην απελευθέρωση τεράστιας ποσότητας ενέργειας μέσω πυρηνικής αντίδρασης: το κύμα κρούσης/η ραδιενέργεια/η φωτεινή ακτινοβολία των ~ών ~ων (βλ. μανιτάρι). Διασπορά ~ών ~ων. Συνθήκη μη Διάδοσης ~ών ~ων (βλ. αποπυρηνικοποίηση). Χώρα που αναπτύσσει/διαθέτει/κατασκευάζει ~ ~. Βλ. απεμπλουτισμένο ουράνιο, όπλα μαζικής καταστροφής. [< αγγλ. nuclear weapons] , πυρηνική βόμβα: βόμβα με πολύ μεγάλη ισχύ που παράγεται από τη διάσπαση ή συνήθ. τη σύντηξη ατόμων. Πβ. ατομική βόμβα, βόμβα νετρονίου, βόμβα υδρογόνου. ΣΥΝ. βρόμικη βόμβα [< αγγλ. nuclear bomb] , πυρηνική δύναμη 1. χώρα που έχει στην κατοχή της ατομικές βόμβες, πυρηνικά όπλα. 2. ΦΥΣ. ΠΥΡ. δύναμη που συγκρατεί ενωμένα τα σωματίδια του ατομικού πυρήνα., πυρηνική ενέργεια: ΦΥΣ. ΠΥΡ. που απελευθερώνεται κατά τη διάσπαση (σχάση) ή την ένωση (σύντηξη) των πυρήνων βαρέων ισοτόπων (συνήθ. ραδιοϊσότοπα U-235 και Pu-239): ειρηνική/πολεμική χρήση της ~ής ~ας. Εγκαταστάσεις/εργοστάσιο/σταθμός ~ής ~ας (βλ. πυρηνικός αντιδραστήρας). ΣΥΝ. ατομική ενέργεια (2), πυρηνική ιατρική: ΙΑΤΡ. κλάδος που κάνει χρήση ραδιενεργών υλικών για διαγνωστικούς, θεραπευτικούς ή ερευνητικούς σκοπούς: Ελληνική Εταιρεία ~ής ~ής και Βιολογίας. [< αγγλ. nuclear medicine, 1952] , πυρηνική κεφαλή: το μπροστινό μέρος του πυραύλου, του οποίου η έκρηξη προκαλείται από πυρηνική ενέργεια· κατ' επέκτ. ο ίδιος ο πύραυλος. [< αγγλ. nuclear warhead, 1954] , πυρηνική οικογένεια: ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. στοιχειώδης κοινωνική ομάδα που αποτελείται από τους γονείς και τα παιδιά τους, οι οποίοι ζουν μαζί κάτω από την ίδια στέγη: παραδοσιακή ~ ~. Βλ. εκτεταμένη/διευρυμένη οικογένεια, ελεύθερη ένωση, μονογονεϊκή οικογένεια. [< αγγλ. nuclear family, 1924] , πυρηνική σύντηξη: ΦΥΣ. ΠΥΡ. τεχνητή ένωση πυρήνων ελαφρών χημικών στοιχείων που οδηγεί στον σχηματισμό βαρύτερων με ταυτόχρονη απελευθέρωση ενέργειας: ελεγχόμενη ~ ~. Αντιδράσεις/αξιοποίηση/πειράματα/πλεονεκτήματα της ~ής ~ης. ΑΝΤ. πυρηνική σχάση [< αγγλ. nuclear fusion, 1952] , πυρηνική φυσική: ΦΥΣ. ΠΥΡ. κλάδος που μελετά τη δομή και τη σύσταση του πυρήνα των ατόμων και τα φαινόμενα που σχετίζονται με αυτόν: θεωρητική/πειραματική ~ ~. Ατομική και ~ ~. [< αγγλ. nuclear physics, 1933] , πυρηνικός αντιδραστήρας & ατομικός αντιδραστήρας: ΦΥΣ. ΠΥΡ. εγκατάσταση μέσα στην οποία γίνεται ελεγχόμενη αλυσιδωτή αντίδραση σχάσης των πυρήνων ραδιενεργών υλικών για την παραγωγή θερμότητας ή ακτινοβολίας: ατύχημα/διαρροή/έκρηξη σε ~ό ~α. Βλ. πλουτώνιο. [< αγγλ. nuclear reactor, 1945] , βιολογικός/πυρηνικός/χημικός πόλεμος βλ. πόλεμος, πυρηνική αντίδραση βλ. αντίδραση, πυρηνική μεμβράνη βλ. μεμβράνη, πυρηνική ομπρέλα βλ. ομπρέλα, πυρηνική σχάση βλ. σχάση, πυρηνικός σταθμός βλ. σταθμός, πυρηνικός χειμώνας βλ. χειμώνας, ραδιενεργά/πυρηνικά απόβλητα βλ. ραδιενεργός [< γαλλ. nucléaire, αγγλ. nuclear]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.