Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σύρσιμο σύρ-σι-μο ουσ. (ουδ.) & (λαϊκό) σούρσιμο: η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σέρνω: ~ της καρέκλας (στο πάτωμα)/του ποδιού (κατά τη βάδιση)/του φιδιού (στο έδαφος). Απότομο φρενάρισμα και ~ στην άσφαλτο.|| (ειδικότ., για υπολογιστή) ~ του ποντικιού με το δεξί κουμπί πατημένο. Μεταφορά αρχείου με ~ και απόθεση. [< αγγλ. drag(ging)]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.