σύσκεψη σύ-σκε-ψη ουσ. (θηλ.): επίσημη συνάντηση για ανταλλαγή απόψεων ή/και λήψη αποφάσεων· συνεκδ. τα πρόσωπα που συμμετέχουν σε αυτή: ανοιχτή/άτυπη/δημόσια/διεθνής/διευρυμένη/διμερής/έκτακτη/ενημερωτική/ετήσια/ευρεία/κλειστή/κυβερνητική/πολιτική/συντονιστική/τεχνική/υπηρεσιακή/υπουργική ~. ~ εκπροσώπων/εργαζομένων/στελεχών/σωματείων/φορέων. ~ σε επίπεδο αρχηγών (κομμάτων). ~ κορυφής. ~ με αντικείμενο/υπό την προεδρία του ... Πραγματοποιώ/συγκαλώ ~. Πβ. διαβούλευση, συμβούλιο, (συν)διάσκεψη, συνέλευση. ΣΥΝ. συνεδρίαση ● ΣΥΜΠΛ.: κλήση σύσκεψης: τηλεφωνική συνομιλία στην οποία συμμετέχουν περισσότερα από δύο άτομα από διαφορετικές συσκευές. Πβ. ανοιχτή ακρόαση. Βλ. τηλεδιάσκεψη. [< αγγλ. conference call, 1941] [< πβ. μτγν. σύσκεψις 'προσεκτική εξέταση', γαλλ. conférence, αγγλ. conference]
τηλεδιάσκεψη
τηλεδιάσκεψη τη-λε-δι-ά-σκε-ψη ουσ. (θηλ.): ΤΗΛΕΠ. σύσκεψη μεταξύ ατόμων ή ομάδων που βρίσκονται σε απόσταση μεταξύ τους, η οποία πραγματοποιείται με χρήση τηλεματικών μέσων: διαδραστική/ιατρική (βλ. τηλεϊατρική) ~. Διαδικτυακές/εκπαιδευτικές (βλ. τηλεκπαίδευση) ~έψεις. Αίθουσα/εφαρμογές/κάμερα/λογισμικό/πλατφόρμα/συσκευή/σύστημα/τεχνολογίες/υπηρεσίες ~ης. Σεμινάρια/συνομιλία μέσω ~ης. ΣΥΝ. εικονοδιάσκεψη, τηλεσυνδιάσκεψη, τηλεσυνεδρίαση [< αγγλ. teleconference, 1953, teleconferencing, 1963, γαλλ. téléconférence, 1974]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.