Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σύσπαση σύ-σπα-ση ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. ακούσια μυϊκή ή νευρική συστολή: έντονη/επώδυνη/παρατεταμένη/περιοδική/σπασμωδική ~. ~άσεις αγγείων/βλεφάρων/κοιλίας/κόλπου/μήτρας/προσώπου/σώματος. ~άσεις τοκετού. Βλ. επιληψία, κράμπα, σπασμός. [< αρχ. σύσπασις, γαλλ. contraction]

επιληψία

επιληψία [ἐπιληψία] ε-πι-λη-ψί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. σοβαρή νευρολογική πάθηση, η οποία οφείλεται σε προσωρινή διαταραχή της ηλεκτρικής δραστηριότητας του εγκεφάλου και χαρακτηρίζεται από απώλεια των αισθήσεων και έντονους μυϊκούς σπασμούς ή απώλεια της συνείδησης και της επαφής με το περιβάλλον: μεγάλη/μικρή ~. Ιδιοπαθής/συμπτωματική ~. Γενικευμένη/εστιακή/παιδική/φωτοευαίσθητη/ψυχοκινητική (: του κροταφικού λοβού) ~. Κρίση ~ας. Πβ. σεληνιασμός. Βλ. -ληψία. ● ΣΥΜΠΛ.: φαρμακοανθεκτική επιληψία βλ. φαρμακοανθεκτικός [< αρχ. ἐπιληψία, αγγλ. epilepsy, γαλλ. épilepsie]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.