Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • σώσιμο1 σώ-σι-μο ουσ. (ουδ.) (προφ.) 1. διάσωση: ~ ανθρώπινων ζωών/από βέβαιο πνιγμό/του πλανήτη. Το ~ της επιχείρησης/της μπάλας (: πριν βγει άουτ).|| ~ (: σωτηρία) της ψυχής. 2. ΠΛΗΡΟΦ. αποθήκευση: ~ αρχείων/δεδομένων/εσεμές. ~ στον σκληρό δίσκο/σε συσκευή USB. [< 2: αγγλ. save, 1982]
  • σώσιμο2 σώ-σι-μο ουσ. (ουδ.) (σπάν.-λαϊκό): εξάντληση, στέρεμα.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.