τάζω τά-ζω ρ. (μτβ.) {έτα-ξα, τά-ξει, τα(γ)μένος, τάζ-οντας} 1. διαβεβαιώνω κάποιον ότι θα του δώσω ή θα κάνω κάτι γι' αυτόν: Και τι δεν του 'ταξα για να τον πείσω. Μου 'χες ~ξει να πάμε στο θέατρο.|| (κυρ. παλαιότ.) Της ~ξε γάμο.|| ~ουν, ~ουν (: λένε, λένε) και στο τέλος τίποτα. Βλ. παραμυθιάζω.2. υπόσχομαι υλική ή πνευματική προσφορά στο Θεό ή σε Άγιο ως ανταπόδοση για χάρη που ζητώ, κάνω τάμα: ~ξε μια λαμπάδα στο μπόι της, αν ... Την είχαν ταμένη στην Αγία Βαρβάρα και της έδωσαν το όνομά της. ● ΦΡ.: μην τάξεις του Άγιου/σε Άγιο κερί και του παιδιού/σε παιδί κουλούρι (παροιμ.): μην δίνεις υποσχέσεις τις οποίες δεν μπορείς να κρατήσεις., τάζει λαγούς με πετραχήλια: δίνει υπερβολικές υποσχέσεις που δεν πρόκειται να τηρήσει: Προεκλογικά μας έταζαν ~ ~., τάξε μου! (προφ.): χαριτολογώντας, για να ανακοινώσουμε κάτι ευχάριστο σε κάποιον: ~ ~ να σου πω τα νέα! ● βλ. ταγμένος [< μεσν. τάζω < αρχ. τάσσω]
παραμυθιάζω
παραμυθιάζω πα-ρα-μυ-θιά-ζω ρ. (μτβ.) {παραμύθια-σε, παραμυθιά-σει, -στηκα, -στεί, παραμυθιάζ-οντας, παραμυθια-σμένος} (προφ.): λέω ψέματα σε κάποιον, τον εξαπατώ, χρησιμοποιώντας ωραία λόγια: ~ουν τον κόσμο με ψεύτικες υποσχέσεις. ● Παθ.: παραμυθιάζομαι: πιστεύω κάτι ψευδές, συνήθ. επειδή με κάνει να νιώθω καλύτερα: Δεν ~ τόσο εύκολα. ~εται (= νομίζει) ότι είναι κάτι!|| Μην ~εσαι, δεν πρόκειται να γυρίσει. Πβ. αυταπατώμαι, βαυκαλίζομαι.
ταγμένος
ταγμένος, η, ο ταγ-μέ-νος επίθ. 1. αφοσιωμένος, αφιερωμένος: ~ σε ένα όραμα/(ψυχή τε και σώματι) σε έναν σκοπό (πβ. δοσμένος, ορκισμένος). ~οι στον αγώνα/στο καθήκον/στην προάσπιση των εθνικών συμφερόντων/στην υπηρεσία της δικαιοσύνης/στην υπόθεση της ειρήνης.2. προορισμένος: ~ για σπουδαία πράγματα. Οργάνωση ~η να προστατεύει τα ατομικά δικαιώματα. ● βλ. τάζω, τάσσω [< αρχ. τεταγμένος]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.