τάκα-τάκα τά-κα επίρρ. & τάκα τάκα (προφ.) 1. (επιτατ.) χωρίς χρονοτριβή, βιαστικά: Τα μάζεψε όλα ~. ΣΥΝ. μάνι-μάνι, τσάκα-τσάκα ΑΝΤ. τσούκου-τσούκου 2. & τάκα τούκα: ηχομιμητική λέξη για την απόδοση επαναλαμβανόμενου και συνήθ. ενοχλητικού ήχου, θορύβου: ~ το κομπολόι, μας ζάλισες.|| (ως ουσ.) Αυτό το ~ της μηχανής, όλη την ώρα, με έχει εκνευρίσει. Βλ. τικ-τακ. ● ΦΡ.: στο τάκα-τάκα (εμφατ.): πολύ γρήγορα, αμέσως: Τα τέλειωσε όλα ~ ~! ΣΥΝ. μέχρι/ώσπου/όσο να πεις κύμινο/κρεμμύδι, στη στιγμή, στο άψε σβήσε, στο πι και φι, στο πιτς-φιτίλι [< ιταλ. tacca tacca, τουρκ. takatuka]
τακάκια τα-κά-κια ουσ. (ουδ.) (τα) {σπανιότ. στον εν. τακάκ-ι}: ΜΗΧΑΝΟΛ. εξαρτήματα των δισκόφρενων για την επιβράδυνση της κίνησης στους τροχούς: εργοστασιακά/κεραμικά/μαλακά/μεταλλικά/οργανικά/σκληρά/φαγωμένα/φθαρμένα ~. ~ φρένων. Δαγκάνες με ~. Άλλαξα τα ~. Βλ. έμβολο, πέλμα, σιαγόνα.|| Μπροστινό/πίσω ~ι.
έμβολο
έμβολο [ἔμβολο] έμ-βο-λο ουσ. (ουδ.) {εμβόλ-ου}: ΜΗΧΑΝΟΛ. βασικό εξάρτημα μηχανών ή αντλιών που κινείται παλινδρομικά εμπρός και πίσω μέσα σε κύλινδρο: υδραυλικό ~. Πβ. πιστόνι. Βλ. μπιέλα.|| Το ~ της σύριγγας. [< αρχ. ἔμβολον, γαλλ. piston, αγγλ. embolus]
τικ-τακ
τικ-τακ {άκλ.} & τικ τακ & τίκι-τάκ(α): ήχος μηχανισμού που βρίσκεται σε λειτουργία, γενικότ. ρυθμικός, μονότονος χτύπος: ~ ~ χτυπούσε η καρδιά του από την αγωνία. Πβ. τακ-τακ.|| (ως ουσ.) Το ~ ~ του εκκρεμούς/του μετρονόμου/του ρολογιού.|| Το ~ της βροχής στο τζάμι/της βρύσης που στάζει. Βλ. τάκα-τάκα. [< λ. ηχομιμητ., γαλλ. tic-tac]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.