Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • τάκα-τάκα τά-κα επίρρ. & τάκα τάκα (προφ.) 1. (επιτατ.) χωρίς χρονοτριβή, βιαστικά: Τα μάζεψε όλα ~. ΣΥΝ. μάνι-μάνι, τσάκα-τσάκα ΑΝΤ. τσούκου-τσούκου 2. & τάκα τούκα: ηχομιμητική λέξη για την απόδοση επαναλαμβανόμενου και συνήθ. ενοχλητικού ήχου, θορύβου: ~ το κομπολόι, μας ζάλισες.|| (ως ουσ.) Αυτό το ~ της μηχανής, όλη την ώρα, με έχει εκνευρίσει. Βλ. τικ-τακ. ● ΦΡ.: στο τάκα-τάκα (εμφατ.): πολύ γρήγορα, αμέσως: Τα τέλειωσε όλα ~ ~! ΣΥΝ. μέχρι/ώσπου/όσο να πεις κύμινο/κρεμμύδι, στη στιγμή, στο άψε σβήσε, στο πι και φι, στο πιτς-φιτίλι [< ιταλ. tacca tacca, τουρκ. takatuka]
  • τακάκια τα-κά-κια ουσ. (ουδ.) (τα) {σπανιότ. στον εν. τακάκ-ι}: ΜΗΧΑΝΟΛ. εξαρτήματα των δισκόφρενων για την επιβράδυνση της κίνησης στους τροχούς: εργοστασιακά/κεραμικά/μαλακά/μεταλλικά/οργανικά/σκληρά/φαγωμένα/φθαρμένα ~. ~ φρένων. Δαγκάνες με ~. Άλλαξα τα ~. Βλ. έμβολο, πέλμα, σιαγόνα.|| Μπροστινό/πίσω ~ι.

έμβολο

έμβολο [ἔμβολο] έμ-βο-λο ουσ. (ουδ.) {εμβόλ-ου}: ΜΗΧΑΝΟΛ. βασικό εξάρτημα μηχανών ή αντλιών που κινείται παλινδρομικά εμπρός και πίσω μέσα σε κύλινδρο: υδραυλικό ~. Πβ. πιστόνι. Βλ. μπιέλα.|| Το ~ της σύριγγας. [< αρχ. ἔμβολον, γαλλ. piston, αγγλ. embolus]

τικ-τακ

τικ-τακ {άκλ.} & τικ τακ & τίκι-τάκ(α): ήχος μηχανισμού που βρίσκεται σε λειτουργία, γενικότ. ρυθμικός, μονότονος χτύπος: ~ ~ χτυπούσε η καρδιά του από την αγωνία. Πβ. τακ-τακ.|| (ως ουσ.) Το ~ ~ του εκκρεμούς/του μετρονόμου/του ρολογιού.|| Το ~ της βροχής στο τζάμι/της βρύσης που στάζει. Βλ. τάκα-τάκα. [< λ. ηχομιμητ., γαλλ. tic-tac]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.