τάπητας τά-πη-τας ουσ. (αρσ.) {ταπήτ-ων} 1. (λόγ.) μάλλινο ή συνθετικό επικάλυμμα δαπέδου, χαλί: περσικός/χειροποίητος ~. Το πέλος του ~α. Εμπορία ~ων. Εταιρεία καθαρισμού και φύλαξης ~ων (= ταπητοκαθαριστήριο). Βλ. κιλίμι, μοκέτα, ταπέτο.|| (ειδικότ., είδος υφαντού ή κεντήματος για τον τοίχο:) Φλαμανδικοί ~ες. Πβ. γκομπλέν, ταπισερί.2. (λόγ.) οτιδήποτε καλύπτει μια οριζόντια επιφάνεια, όπως το χαλί: αντικραδασμικός/αντιολισθητικός/ασφαλτικός ~. Ελαστικός/συνθετικός ~ σταδίου/στίβου (βλ. ταρτάν). Επίστρωση ~α. Στρώθηκε ο ~/ξήλωσαν τον ~α στο γήπεδο (βλ. χλοο~, χορτο~).|| Δασικός/φυσικός ~ (: χαμηλή βλάστηση· βλ. γκαζόν, γρασίδι, χορτάρι).3. ΜΗΧΑΝ. μεταφορική ταινία, ιμάντας περιστροφής: κυλιόμενος ~. ~ες γυμναστικής (βλ. διάδρομος). ● ΦΡ.: θέτω επί τάπητος (λόγ.): φέρνω ένα θέμα προς συζήτηση με στόχο την άμεση επίλυσή του: Οι συνδικαλιστές έθεσαν ~ ~ την ανάγκη εκσυγχρονισμού των εργασιακών σχέσεων.|| Οι ευρωπαϊκές εξελίξεις (τέθηκαν) ~ ~. Πβ. στο τραπέζι. [< γαλλ. (mettre) sur le tapis] [< αρχ. τάπης, γαλλ. tapis]
γκαζόν
γκαζόν γκα-ζόν ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: χαμηλή χλόη που διακοσμεί κήπους, πάρκα, παρτέρια ή αποτελεί την επίστρωση γηπέδων· κατ' επέκτ. η επιφάνεια που καλύπτεται από αυτή: πλαστικό/συνθετικό ~ (: σε αντίθεση προς το φυσικό ~). Έτοιμο ~ (σε ρολό). Υδροβόρο ~. Κούρεμα/μηχανή/πότισμα του ~. Σπόροι/ψαλίδι ~. Μην πατάτε το ~ (: σε πινακίδα). Πβ. γρασίδι, πελούζα, πρασινάδα, χλοοτάπητας, χορτάρι. [< γαλλ. gazon]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.