Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • τέμενος τέ-με-νος ουσ. (ουδ.) {τεμέν-ους | -η, -ών} 1. τζαμί: ισλαμικό/μουσουλμανικό ~. 2. ΑΡΧ. ιερός χώρος αφιερωμένος στη λατρεία θεού ή ήρωα· συνεκδ. ναός: ο βωμός του ~ους. Πβ. ιερό. ● ΦΡ.: τέμενος των Μουσών: ίδρυμα που επιτελεί σημαντικό πνευματικό και πολιτιστικό έργο: το Πανεπιστήμιο ως ~ ~. [< αρχ. τέμενος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.