Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • τέμπλο τέ-μπλο ουσ. (ουδ.): (στις ορθόδοξες εκκλησίες) εικονοστάσι που χωρίζει το Ιερό Βήμα από τον κυρίως ναό: βυζαντινό/επιχρυσωμένο/μαρμάρινο/ξύλινο/ξυλόγλυπτο/σκαλιστό ~. Οι εικόνες του ~ου. Επιστύλιο/θωράκιο ~ου. [< μεσν. τέμπλον < λατ. templum]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.