Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • τέρπω τέρ-πω ρ. (μτβ.) {έτερ-ψε, τέρ-ψει, τέρπ-ομαι, -όμενος} (λόγ.): προκαλώ ευχαρίστηση, ψυχαγωγώ, διασκεδάζω: Εικόνα που ~ει τις αισθήσεις (= συγκινεί)/το μάτι/την όραση. Μελωδίες που ~ουν την ακοή/καρδιά (: αγαλλιάζουν).|| Χαίρεται να δίνει, ~εται (= ευφραίνεται) η ψυχή του. [< αρχ. τέρπω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.