Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • τέρψη τέρ-ψη ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. έντονη ευχαρίστηση, απόλαυση: αισθητική ~/~ των αισθήσεων. Οπτική ~.|| ~ του μυαλού/του πνεύματος/της ψυχής (πβ. ευφροσύνη). 2. ψυχαγωγία, διασκέδαση: η ~ των ακροατών/των αναγνωστών/των (τηλε)θεατών. ● ΦΡ.: προς τέρψη & (λογιότ.) προς τέρψιν (συνήθ. ειρων.): (+ γεν.) για ικανοποίηση: θέαμα ~ ~ των οφθαλμών. Καλό φαγητό ~ ~ του ουρανίσκου. ~ ~ του φιλοθεάμονος κοινού. [< αρχ. τέρψις]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.