άμορφος, η, ο [ἄμορφος] ά-μορ-φος επίθ. 1. (λόγ.) που δεν έχει συγκεκριμένη μορφή ή σχήμα: ~ος: όγκος/σωρός. ~η: κατάσταση/πέτρα/ύλη. ~ο: σύνολο. Ο τεχνίτης δίνει σχήμα στην ~η μάζα του πηλού. Πβ. αδιαμόρφωτος, ασχημάτιστος. Βλ. μορφοποιημένος, -μορφος. ΑΝΤ. έμμορφος 2. ΦΥΣ.-ΧΗΜ. που δεν έχει κρυσταλλική μορφή: ~ος: άνθρακας. ~η: σιλικόνη. ~ο: κράμα/μέταλλο/ορυκτό. ~α: ιζήματα/πολυμερή. ● ΣΥΜΠΛ.: άμορφη τέχνη: ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. ρεύμα της σύγχρονης ζωγραφικής που αντιδρά σε κάθε μορφή φορμαλισμού και αρνείται να αναπαραστήσει αναγνωρίσιμες μορφές. Πβ. αφηρημένος εξπρεσιονισμός. [< γαλλ. art informel] [< αρχ. ἄμορφος, γαλλ. amorphe, αγγλ. amorphus]
αναπνοή [ἀναπνοή] α-να-πνο-ή ουσ. (θηλ.) 1. βασική λειτουργία του οργανισμού, με την οποία προσλαμβάνεται οξυγόνο μέσω του εισπνεόμενου αέρα και αποβάλλεται διοξείδιο του άνθρακα με την εκπνοή: βαριά/γρήγορη/δύσκολη/θορυβώδης/μηχανική/σωστή/υποβοηθούμενη ~. Διαφραγματική/θωρακική/κοιλιακή/ρινική/συρίττουσα ~. Αργές/κοφτές/μικρές/ρηχές ~ές (= εισπνοές-εκπνοές). Η ~ των ανθρώπων/ζώων/φυτών. Διακοπή (βλ. άπνοια)/κράτημα της ~ής. Δυσκολία στην ~ (βλ. άσθμα, ασφυξία, δύσπνοια, λαχάνιασμα). Ασκήσεις ~ής. Πάρτε βαθιές ~ές/μια μεγάλη ~! Βλ. πνεύμονας. 2. (κατ' επέκτ.) ανάσα: δροσερή/δυσάρεστη/έντονη/ευχάριστη/καθαρή ~. Η ~ του μυρίζει αλκοόλ. Η ζεστασιά της ~ής του.|| Η θέα σου κόβει την ~. ● ΣΥΜΠΛ.: άδηλη αναπνοή: ΦΥΣΙΟΛ. αποβολή διοξειδίου του άνθρακα και υδρατμών και απορρόφηση οξυγόνου από τους πόρους του δέρματος· δερματική αναπνοή. Βλ. διαπνοή. [< γαλλ. perspiration insensible] , κυτταρική αναπνοή: ΒΙΟΛ. ενζυμική διαδικασία με την οποία τα κύτταρα διασπούν τη γλυκόζη (ή άλλα σάκχαρα και λιπίδια), απελευθερώνοντας και εξασφαλίζοντας ενέργεια: αερόβια/αναερόβια ~ ~. [< αγγλ. cellular/cell respiration] , τεχνητή αναπνοή: ενεργοποίηση της αναπνευστικής λειτουργίας με αναπνευστήρα ή εκπνοή στο στόμα: Εφαρμόζω/κάνω ~ ~. Επανήλθε στη ζωή με ~ ~. Βλ. καρδιοπνευμονική αναζωογόνηση. ΣΥΝ. φιλί (της) ζωής [< αγγλ. artificial respiration] , παράδοξη αναπνοή βλ. παράδοξος ● ΦΡ.: κρατώ την αναπνοή μου & βαστώ/συγκρατώ την αναπνοή μου: δεν ανασαίνω για λίγο: Πόση ώρα μπορείς να ~ήσεις ~ σου;|| (μτφ., από αγωνία, προσμονή ή ένταση:) Οι θεατές ~ούσαν ~ τους στα τελευταία λεπτά του αγώνα., με μια αναπνοή (μτφ.): πολύ γρήγορα ή ταυτόχρονα: Μόλις δόθηκε το σύνθημα, όλοι ~ ~ πεταχτήκαμε έξω. Πβ. αμέσως. [< αγγλ. in one/in the same breath] , μου κόβεται/μου πιάνεται η αναπνοή/η ανάσα: σχεδόν σταματώ να αναπνέω, συνήθ. λόγω έντονου συναισθήματος: Μου κόπηκε ~ απ' την τρομάρα.|| Μια δυνατή παγωνιά μου έκοψε την ~, μόλις ξεκινήσαμε. Βλ. λαχανιάζω., σε απόσταση αναπνοής βλ. απόσταση [< αρχ. ἀναπνοή, αγγλ.-γαλλ. respiration]
ανεργία [ἀνεργία] α-νερ-γί-α ουσ. (θηλ.) 1. κατάσταση κατά την οποία δεν εργάζεται κάποιος λόγω αδυναμίας εύρεσης εργασίας, έλλειψη απασχόλησης: (αν)επίσημη/(βραχυ)χρόνια/εποχι(α)κή/καταγεγραμμένη/κρυφή (ή λανθάνουσα, συγκεκαλυμμένη)/μαζική/μακροχρόνια/μερική/μόνιμη/πραγματική/προσωρινή/συγκυριακή/συνολική (ή γενική)/τεχνολογική ~. Η ~ των νέων/πτυχιούχων. Πληθωρισμός/φτώχεια και ~. Επίδομα/κάρτα/ταμείο/χρόνος ~ας. Το οξύ πρόβλημα της ~ας. Μέτρα για την αντιμετώπιση/καταπολέμηση της ~ας. Αγώνας ενάντια στην ~. Η ~ πλήττει μεγάλο ποσοστό γυναικών. Βλ. αεργία, απεργία. 2. (συνεκδ.) ο αριθμός των ατόμων που δεν μπορούν να βρουν εργασία: υψηλή ~. Αύξηση/μείωση/οριακή πτώση της ~ας στο ...%. Η ~ παραμένει σε χαμηλά επίπεδα/υποχώρησε (ελαφρά). ● ΣΥΜΠΛ.: ανεργία τριβής: που προκαλείται για ορισμένο χρονικό διάστημα λόγω της εκούσιας μετακίνησης ατόμων από μια εργασία σε άλλη. [< αγγλ. frictional unemployment] , διαρθρωτική/δομική ανεργία: ΟΙΚΟΝ. που προκύπτει όταν ορισμένα τμήματα του εργατικού δυναμικού δεν διαθέτουν την απαραίτητη κατάρτιση και τις απαιτούμενες δεξιότητες για τις υπάρχουσες θέσεις εργασίας. [< αγγλ. structural unemployment, 1932] , κυκλική ανεργία: που οφείλεται στη μειωμένη ζήτηση προϊόντων και υπηρεσιών λόγω οικονομικής ύφεσης., τεχνική ανεργία & τεχνητή ανεργία: προσωρινή αργία, όχι μεγαλύτερη των τριών μηνών, που οφείλεται σε αδυναμία του εργοδότη να συνεχίσει την παραγωγική διαδικασία για οικονομικούς λόγους. [< αγγλ. technical unemployment] [< μτγν. ἀνεργία 'έλλειψη δραστηριότητας, ραθυμία', γερμ. Arbeitslosigkeit]
βροχή βρο-χή ουσ. (θηλ.) 1. ΜΕΤΕΩΡ. νερό που πέφτει από τα σύννεφα στη γη με μορφή σταγόνων: ασθενής/έντονη/ξαφνική/πρωινή/ραγδαία/σιγανή/ψιλή (= ψιλόβροχο) ~. Ήλιος και ~. Στάλες/σύννεφο/ψιχάλες ~ής. Αισθητήρας/κουκούλα/λάστιχα/ομπρέλα ~ής. Ματαίωση της εκδρομής λόγω της ~ής. Έξω/μες στη ~. Τροπικές/φθινοπωρινές ~ές. Οι πρώτες ~ές (= πρωτοβρόχια). Πέφτει (η) ~. Έρχεται (= πλησιάζει, προμηνύεται) ~. Μας έπιασε (δυνατή) ~. Η ~ δυνάμωσε/εξασθένισε/κόπασε/κράτησε πολύ/σταμάτησε. Ρίχνει καταρρακτώδη ~ (πβ. ρίχνει/πέφτει νερό με το τουλούμι). Το πάει για ~ (: μάλλον θα βρέξει). Βλ. θύελλα, καταιγίδα, κατακρημνίσματα, λασπο~, νεροποντή.|| Ο μέσος όρος/το ύψος της ~ής. Η περίοδος των ~ών. Είχαμε πολλές ~ές. (σε πρόγνωση καιρού:) Εκδήλωση/πιθανότητα σποραδικών ~ών. Νεφώσεις με ~ές. Θα σημειωθεί πρόσκαιρη ~/~ κατά διαστήματα. Πβ. βροχόπτωση, όμβρος. Βλ. ανεμοβρόχι, χιονόβροχο. 2. (μτφ.) συχνή εμφάνιση, αδιάκοπη διαδοχή, πλήθος αρνητικών συνήθ. στοιχείων: ~ ανατιμήσεων/ερωτήσεων/καταγγελιών/τηλεφωνημάτων (πβ. κύμα, χορός). ~ από προτάσεις. ~ τα γκολ! Πβ. βομβαρδισμός, καταιγίδα, καταιγισμός, καταιονισμός, κατακλυσμός, ομοβροντία, χαλάζι, χείμαρρος, χιονοστιβάδα.|| (ως επίρρ.) Οι σφαίρες έπεφταν ~ (: η μία μετά την άλλη). Κυλούν/τρέχουν τα δάκρυα ~ (πβ. ποτάμι). 3. (μτφ.) μαζική πτώση (από τον ουρανό): ~ διαττόντων. ~ από μετεωρίτες. ~ ζώων (: ως αποτέλεσμα της μεταφοράς τους σε μεγάλα ύψη από θύελλες ή τυφώνες). ● Υποκ.: βροχούλα (η) ● Μεγεθ.: βροχάρα (η) & βρόχα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: δάσος βροχής & (σπάν.) βροχερό δάσος: ΒΙΟΓΕΩΓΡ. τροπικό δάσος με αειθαλή πλατύφυλλα δέντρα σε περιοχές με υψηλή βροχόπτωση. Βλ. ζούγκλα. ΣΥΝ. βροχοδάσος [< αγγλ. rain forest, 1903] , τεχνητή βροχή 1. σύστημα άρδευσης από εκτοξευτήρες: πότισμα με ~ ~. Πβ. καταιονισμός. 2. πρόκληση βροχής με ψεκασμό των νεφών, συνήθ. με ξηρό πάγο και ιωδιούχο άργυρο σε περιπτώσεις έντονης ξηρασίας. [< αγγλ. artificial rain] , όξινη βροχή βλ. όξινος, ποτιστική βροχή βλ. ποτιστικός ● ΦΡ.: ο βρεγμένος (τη) βροχή δεν (τη) φοβάται βλ. βρέχω, χόρευε στη βροχή/στη λάσπη βλ. χορεύω [< μτγν. βροχή, γαλλ. pluie, αγγλ. rain]
γάλα γά-λα ουσ. (ουδ.) {γάλ-ακτος (σπάν.) -ατος | -ατα} 1. λευκό, αδιαφανές, πολύ θρεπτικό υγρό, που εκκρίνεται από τους αδένες των μαστών θηλυκών κατοικίδιων ζώων (κυρ. από αγελάδες, προβατίνες ή κατσίκες) και αποτελεί βασικό στοιχείο της ανθρώπινης διατροφής· γενικότ. το αντίστοιχο υγρό που παράγεται από όλα τα θηλυκά θηλαστικά μετά τη γέννα ως πρώτη και κύρια τροφή για τα νεογέννητά τους: αγελαδινό/αγνό/αιγοπρόβειο/άπαχο/(ημι)αποβουτυρωμένο/αποστειρωμένο (~ μακράς διαρκείας)/αφυδατωμένο/βουβαλίσιο/βρεφικό/γίδινο/εβαπορέ/ζαχαρούχο/κατσικίσιο/νωπό/ολόπαχο/ομογενοποιημένο/παστεριωμένο/πλήρες/πολυβιταμινούχο/συμπυκνωμένο/συσκευασμένο/φρέσκο ~. ~ κατανάλωσης (: που πληροί τις προδιαγραφές για να κυκλοφορεί στο εμπόριο). ~ χαμηλό σε/χωρίς λιπαρά. ~ με κακάο/σοκολάτα (= σοκολατούχο). ~ (σε) σκόνη (: που έχει αφυδατωθεί). Ένα λίτρο/μπουκάλι/ποτήρι ~. Καφές/σοκολάτα/τσάι με ~. Κορν φλέικς με ~. Βιομηχανία/καρτέλ/παραγωγή ~ακτος. Βλ. ανθό-, αφρό-, βουτυρό-, ξινό-, τυρό-γαλα, γαλακτοκομικά προϊόντα.|| ~ της γάτας/γαϊδούρας/καμήλας/φάλαινας. 2. (ειδικότ.) το ανάλογο υγρό που εκκρίνεται από τους αδένες των μαστών των γυναικών μετά τον τοκετό: μητρικό ~. Βλ. πρωτόγαλα. 3. (κατ' επέκτ.) λευκή ή υπόλευκη ρευστή ουσία που εκκρίνεται από ορισμένα φυτά ή παράγεται με την πολτοποίηση των καρπών τους: ~ αμυγδάλου/καρύδας/ρυζιού/σόγιας/συκιάς. ● Υποκ.: γαλατάκι (το) 1. (οικ.) γάλα: Το μωρό ήπιε το ~ του. 2. πολύ μικρή συσκευασία γάλακτος, συνήθ. 15 γραμμαρίων: ~ια λάιτ. Ατομικά ~ια για τον καφέ. ● ΣΥΜΠΛ.: τεχνητό γάλα: αγελαδινό γάλα ενισχυμένο με τέτοια συστατικά, ώστε να αποκτήσει σύνθεση παρόμοια με του μητρικού: Σίτιση βρέφους με ~ ~., κρέμα (γάλακτος) βλ. κρέμα, ορός γάλακτος βλ. ορός ● ΦΡ.: βγάζω/κατεβάζω γάλα (προφ.): (για γυναίκα ή θηλυκό ζώο) παράγω γάλα για θηλασμό., βλαστημάω/ξερνάω/μαρτυρώ/φτύνω το γάλα της μάνας μου/της μάνας μου το γάλα (προφ.): υφίσταμαι μεγάλη δοκιμασία, ταλαιπωρία: (απειλητ.) Θα φτύσεις ~ ~! Πβ. υποφέρω., γάλακτος: χαρακτηρισμός κρέατος που προέρχεται από ζώο πολύ μικρό σε ηλικία: αρνάκι/κατσικάκι/μοσχαράκι/χοιρινό (του) ~. , και του πουλιού το γάλα (μτφ.-εμφατ.): για μεγάλη ποικιλία και υψηλή ποιότητα αγαθών: Έχει ~ ~., μέλι-γάλα/μέλι και γάλα (μτφ.): αρμονικά, ήρεμα: Τα ξαναβρήκαν και τώρα όλα ~ ~ (= μια χαρά). , πιες το γάλα/το γαλατάκι σου (ειρων.): είσαι πολύ άπειρος και ανώριμος (για κάτι): Άντε ~ ~ καλύτερα ... ΣΥΝ. φάε την κρέμα/την κρεμούλα σου, σαν (το) γάλα: ως χαρακτηρισμός για κάποιον που έχει πολύ λευκό δέρμα και γενικότ. για οτιδήποτε έχει έντονα λευκό χρώμα: Ήταν άσπρη ~ ~. , σαν τη μύγα μες στο γάλα (προφ.-αρνητ. συνυποδ.): για κάποιον ή κάτι που δεν ταιριάζει, που ξεχωρίζει μέσα σε ένα σύνολο: Στις παρέες αισθανόμουν πάντα ~ ~., της κόπηκε το γάλα (προφ.): (για γυναίκα που θηλάζει) σταμάτησε να παράγει γάλα για ψυχολογικούς ή παθολογικούς λόγους., χύνει/κλοτσά την καρδάρα με το γάλα βλ. καρδάρα [< αρχ. γάλα, γαλλ. lait, αγγλ. milk]
γέφυρα γέ-φυ-ρα ουσ. (θηλ.) {γεφυρ-ών} 1. κατασκευή που συνδέει περιοχές, οι οποίες χωρίζονται από φυσικά ή τεχνητά εμπόδια (ποταμούς, διώρυγες, δρόμους, σιδηροδρομικές γραμμές) και δημιουργεί πέρασμα για πεζούς και οχήματα: ανισόπεδη/κινητή/κρεμαστή (βλ. αερο~)/μεταλλική/ξύλινη/περιστρεφόμενη/πέτρινη (πβ. γεφύρι)/πλωτή/σιδηροδρομική/σταθερή/τοξωτή ~. ~ διάβασης/μεταφοράς/σήμανσης (: περνάει πάνω από αυτοκινητόδρομο και φέρει οδικές πινακίδες). ~ από σκυρόδεμα. Η ~ (ζεύξης) Ρίου-Αντιρρίου. ~ες και σήραγγες. Βλ. κοιλαδο~, οδο~, πεζο~, υδατο~.|| ~ φόρτωσης (φορτηγών πλοίων) Πβ. γερανο~.|| (μτφ.) Η ~ της ομορφιάς (= πασαρέλα). 2. (μτφ.) μέσο επαφής, σύνδεσης: ~ ειρήνης/πολιτισμού/συνεργασίας/σωτηρίας/φιλίας. Ενεργειακή ~ μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Η κυβέρνηση ρίχνει ~ για συναινετική λύση. Στήνουμε/χτίζουμε ~ες εμπιστοσύνης. 3. ΙΑΤΡ. προσθετική κατασκευή (σταθερή ή κινητή) για αναπλήρωση ενός ή περισσότερων δοντιών, η οποία υποστηρίζεται από τα διπλανά φυσικά ή τεχνητά δόντια ή τις ρίζες: οδοντική ~. Βλ. στεφάνη. 4. ΝΑΥΤ. υπερυψωμένη πλατφόρμα, συνήθ. πάνω από το κατάστρωμα, όπου στεγάζεται ο θάλαμος διακυβέρνησης μηχανοκίνητου σκάφους: ~ ναυσιπλοΐας. Αξιωματικός ~ας. Ο πλοίαρχος βρίσκεται στη ~. 5. ΓΥΜΝ. άσκηση κατά την οποία το σώμα από ύπτια θέση παίρνει τοξοειδές σχήμα, στηριζόμενο στις παλάμες και τα πέλματα: Κάνω ~. 6. ΜΟΥΣ. σταθερό υποστήριγμα που ανασηκώνει ελαφρά τις χορδές μουσικού οργάνου, ώστε να είναι τεντωμένες. ΣΥΝ. καβαλάρης (2) 7. ΗΛΕΚΤΡ. συσκευή για τη μέτρηση ηλεκτρικών μεγεθών (αντιστάσεων, συχνοτήτων): κύκλωμα ~ας. Βλ. γαλβανόμετρο. 8. ΠΛΗΡΟΦ. υπολογιστής που συνδέει μεταξύ τους δύο δίκτυα του ίδιου ή διαφορετικού πρωτοκόλλου: ~ δικτύου. 9. (μτφ.) μεταβατικό κομμάτι (μουσικό, σχολιαστικό, διαλογικό), το οποίο συνδέει τα μέρη ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού συνήθ. προγράμματος: μουσική ~. 10. ΑΝΑΤ. τμήμα του εγκεφαλικού στελέχους που ενώνει τον προμήκη μυελό με τον μεσεγκέφαλο· γενικότ. τμήμα ιστού που συνδέει δύο μέρη ενός οργάνου. ● Υποκ.: γεφυράκι (το), γεφυρούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: γέφυρα επικοινωνίας (μτφ.): μέσο που διευκολύνει την επικοινωνία: ~ ~ και γνωριμίας. Η γλώσσα της μουσικής ως ~ ~ μεταξύ των λαών. Το διαδίκτυο είναι η ~ ~ των νέων. ~ ~ με τον απανταχού Ελληνισμό. Έχει κόψει κάθε ~ ~ μαζί τους., καλωδιωτή γέφυρα: που αποτελείται από έναν ή περισσότερους πυλώνες, οι οποίοι στηρίζουν με καλώδια το οδόστρωμα., φυσική γέφυρα: ΓΕΩΜΟΡΦ. τοξοειδής σχηματισμός από βράχο ή κομμάτι γης που ενώνει δύο περιοχές. ● ΦΡ.: κόβει/γκρεμίζει τις γέφυρες (μτφ.): διακόπτει κάθε επαφή, επικοινωνία: ~ ~ με το παρελθόν. ~ουν ~ του διαλόγου/της συνεννόησης. Πβ. κόβω (τους) δεσμούς. [< αρχ. γέφυρα, γαλλ. pont, αγγλ. bridge]
γεωμετρικός, ή, ό γε-ω-με-τρι-κός επίθ. 1. ΓΕΩΜ. που σχετίζεται με τη γεωμετρία: ~ή: απεικόνιση/διάταξη/παράσταση/περιγραφή/σειρά. ~ές: κατασκευές/σχέσεις. ~ά: όργανα (γνώμονας, διαβήτης, μοιρογνωμόνιο, χάρακας)/σχήματα (κύκλος, ορθογώνιο, τετράγωνο, τραπέζιο, τρίγωνο)/σώματα (κύβος, κύλινδρος, κώνος, πυραμίδα). Βλ. μαθηματικός. 2. ΑΡΧΑΙΟΛ. που σχετίζεται με τη γεωμετρική τέχνη: ~ά: αγγεία/είδωλα. Βλ. πρωτο~. 3. (κατ' επέκτ.) συμμετρικός: ~ός: σχεδιασμός. ~ή: διάταξη. ● επίρρ.: γεωμετρικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: γεωμετρική εποχή/περίοδος & γεωμετρικοί χρόνοι: ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΙΣΤ. περίοδος που εκτείνεται από τον 11ο μέχρι τον 8ο αι. π.Χ.· κατ' επέκτ. ο πολιτισμός της συγκεκριμένης εποχής., γεωμετρική τέχνη: ΑΡΧΑΙΟΛ. η τέχνη της γεωμετρικής περιόδου, η οποία χαρακτηρίζεται από αυστηρές μορφές, γεωμετρικά και γραμμικά σχέδια καθώς και αρμονική διαίρεση των μερών των αγγείων., γεωμετρική πρόοδος βλ. πρόοδος, γεωμετρικός τόπος βλ. τόπος ● ΦΡ.: με γεωμετρική πρόοδο βλ. πρόοδος [< 1: αρχ. γεωμετρικός 2,3: γαλλ. géometrique]
γήρανση γή-ραν-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. προοδευτική φθορά του οργανισμού με την πάροδο της ηλικίας: βιολογική/ορμονική/πνευματική/πρόωρη/φυσιολογική ~. ~ του δέρματος/των κυττάρων/του σώματος. Σημάδια ~ης. Επιβράδυνση/καταπολέμηση της ~ης. Πβ. γέρασμα, γηρασμός. Βλ. αντι~, φωτο~. 2. (μτφ.) φθορά λόγω παλαιότητας: ~ του κτιρίου/του συστήματος. ● ΣΥΜΠΛ.: γήρανση πληθυσμού & δημογραφική/πληθυσμιακή γήρανση: ΔΗΜΟΓΡ. συνεχής αύξηση της αναλογίας των ηλικιωμένων ατόμων ως προς τον συνολικό πληθυσμό με ταυτόχρονη μείωση του ποσοστού των παιδιών και συρρίκνωση των παραγωγικών ηλικιών. Πβ. δημογραφικό (πρόβλημα). Βλ. υπογεννητικότητα., δείκτης γήρανσης: ΔΗΜΟΓΡ. αναλογία (επί τοις εκατό) του πληθυσμού άνω των εξήντα πέντε ετών προς τον πληθυσμό με ηλικία μέχρι δεκατεσσάρων ετών. Βλ. δείκτης γεννητικότητας., ενεργός γήρανση: (στην Ευρωπαϊκή Ένωση) αύξηση της μέσης ηλικίας απασχόλησης στην αγορά εργασίας, με ταυτόχρονη εξειδικευμένη αξιοποίηση της απασχόλησης των ηλικιωμένων., τεχνητή γήρανση: ΤΕΧΝΟΛ. (κυρ. στη μεταλλουργία) θερμική επεξεργασία για την αύξηση της ανθεκτικότητας υλικού. [< αγγλ. artificial ageing, 1930] [< αρχ. γήρανσις]
γράμμα γράμ-μα ουσ. (ουδ.) {γράμμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. κάθε σύμβολο του συστήματος γραφής μιας γλώσσας που παριστάνει έναν ή περισσότερους φθόγγους: άτονο/τονισμένο ~. Κεφαλαία (= μεγάλα)/πεζά (= μικρά, βλ. μικρογράμματος) ~ατα. Τα ~ατα του αλφάβητου (βλ. σύμφωνο, φωνήεν). Αντιστοίχιση/σειρά/σύμπλεγμα (πβ. δίψηφο)/συνδυασμός ~άτων. Το αρχικό ~ ονόματος (πβ. μονόγραμμα). Κωδικός που αποτελείται από ~ατα και αριθμούς (πβ. αλφαριθμητικός). Πβ. γράφημα. Βλ. σημαίνον.|| (συνήθ. στην ΤΥΠΟΓΡ.) Πρώτο ~ (= αρχίγραμμα). Έντονα/μαύρα/όρθια/πλάγια/υπογραμμισμένα ~ατα (= στοιχεία, χαρακτήρες). Αυτοκόλλητα ~ατα (βλ. λετρασέτ). Μέγεθος/μορφοποίηση/τύπος ~άτων (βλ. γραμματοσειρά). Διάστημα μεταξύ των ~άτων.|| (γραφικός χαρακτήρας:) ~ατα με ουρές (= καλλιγραφικά). Δεν βγάζω/δεν καταλαβαίνω τα ~ατά σου (βλ. κολλυβογράμματα). Κάνει ωραία/στρογγυλά ~ατα.|| Τα ~ατα μιας ταινίας/μιας τηλεοπτικής εκπομπής (: τίτλοι ή υπότιτλοι· βλ. ζενερίκ). Βλ. εικονό-, ιδεό-, ολό-γραμμα. 2. επιστολή: ανώνυμο/απειλητικό/αποχαιρετιστήριο/ενημερωτικό/ερωτικό/ευχαριστήριο/προσωπικό/συγκινητικό/συγχαρητήριο/συλλυπητήριο/χειρόγραφο ~. Aπλό/επείγον/συστημένο ~. ~ από/για/προς/σε κάποιον. Aποστολέας/παραλήπτης του ~ατος. Γράφω/διαβάζω/δίνω/έχω/παίρνω/στέλνω/ταχυδρομώ (ένα) ~. Απαντώ σε ένα ~. Ρίχνω το ~ στο γραμματοκιβώτιο. ● γράμματα (τα) 1. η λογοτεχνία και κατ' επέκτ. οι ανθρωπιστικές κυρ. επιστήμες: κλασικά (: αρχαία ελληνική και λατινική γραμματεία, γραμματολογία)/νεοελληνικά ~. Άνθιση/πόλη των ~άτων. Η γιορτή των ~άτων (: των τριών Ιεραρχών). Η εμφάνιση/προσφορά ενός συγγραφέα στα ~. Διακρίθηκε στον χώρο των ~άτων. 2. γραφή και ανάγνωση και κατ' επέκτ. γνώσεις, σπουδές: Δεν ξέρει (πολλά) ~ (= είναι αγράμματος, αναλφάβητος).|| Τα πρώτα ~ (: στοιχειώδης εκπαίδευση). Έχει έφεση/κλίση στα ~. ● Υποκ.: γραμματάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: Γράμματα και Τέχνες: πνευματικός πολιτισμός: βραβείο/κέντρο/λέσχη/σύνδεσμος/σχολή ~άτων και ~ών. Εθνικό αριστείο/Τάξη ~άτων και ~ών της Ακαδημίας Αθηνών. Προσωπικότητα των ~άτων και των ~ών., κενό/νεκρό γράμμα (μτφ.): (συνήθ. για αρχή, θεσμό, νόμο) που δεν εφαρμόζεται στην πράξη: Αρκετές από τις διακηρύξεις για τα δικαιώματα του παιδιού παραμένουν ~ ~. Βλ. ανενεργός. [< γαλλ. lettre morte] , το γράμμα/ (και) το πνεύμα του νόμου (μτφ.): η διατύπωση και όχι η ουσία του: Απόφαση σύμφωνη με ~ ~. Είναι προσκολλημένος στο ~ ~. Ακολουθώ/επιβάλλω/παρακάμπτω/τηρώ ~ ~., άνθρωποι των γραμμάτων/πνευματικοί άνθρωποι βλ. άνθρωπος, ανοιχτή επιστολή βλ. επιστολή, εγκύκλιος παιδεία/εγκύκλιες σπουδές/εγκύκλια γράμματα βλ. εγκύκλιος, Ιερά Γράμματα βλ. ιερός, ψιλά γράμματα βλ. ψιλός ● ΦΡ.: (γράφω κάτι/κάτι γράφεται) με χρυσά γράμματα (στην ιστορία) & με ολόχρυσα γράμματα: για πρόσωπο ή γεγονός ιδιαίτερα σημαντικό που αξίζει να μείνει στη μνήμη: Το όνομά του γράφτηκε με ~ ~ στις δέλτους/σελίδες της ιστορίας των Ολυμπιακών Αγώνων. Πβ. χρυσές σελίδες., βουλωμένο γράμμα διαβάζεις (προφ.): σε περιπτώσεις που κάποιος έχει διαίσθηση, αντιλαμβάνεται κάτι, χωρίς να έχει τα απαραίτητα στοιχεία: Καλά πώς το κατάλαβες; ~ ~! Βλ. ψυχανεμίζομαι., δεν (τα) παίρνει τα γράμματα & τα παίρνει τα γράμματα (προφ.): είναι κακός/καλός μαθητής στο σχολείο., κατά γράμμα: πιστά, με συνέπεια και ακρίβεια: Ακολούθησε ~ ~ τις οδηγίες/τις συμβουλές/τις υποδείξεις μου. Εκτελώ ~ ~ μια διαταγή/μια εντολή. Ερμηνεύω/εφαρμόζω ~ ~ τον νόμο/μια συμφωνία. Το πρόγραμμα της προπόνησης πρέπει να τηρείται ~ ~ (= σχολαστικά). Η λέξη ... σημαίνει ~ ~ ... Πβ. επακριβώς.|| (ως επίθ.) ~ ~ μετάφραση (= κατά λέξη, ακριβής. Πβ. αυτολεξεί)., κορόνα (ή) γράμματα: διαδικασία κατά την οποία κάποιος ρίχνει ψηλά ένα κέρμα, για να αποφασίσει τυχαία ανάμεσα σε δύο εναλλακτικές δυνατότητες· το αντίστοιχο τυχερό παιχνίδι: Να το παίξουμε/να ρίξουμε ~ ~, για να αποφασίσουμε ποια ταινία θα δούμε., παίζω κάτι κορόνα (ή) γράμματα: αφήνω ή επιλέγω κάτι στην τύχη, ρισκάρω: ~ ~ τη ζωή μου/την καριέρα μου/το κεφάλι μου/το μέλλον μου. Πβ. ριψοκινδυνεύω., (τώρα στα γεράματα), μάθε γέρο γράμματα βλ. γεράματα, μ' όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις βλ. δάσκαλος, δασκάλα [< αρχ. γράμμα]
γραφικός, ή, ό γρα-φι-κός επίθ. 1. που αναφέρεται στη γραφή: ~ός: χαρακτήρας (: ο προσωπικός τρόπος γραφής, ο τύπος των γραμμάτων). ~ή: δουλειά. ~ό: σύμβολο (βλ. γράμμα). ~ά: μέσα (: μπογιές, πινέλα, μαρκαδόροι). Βλ. αντι~, βιο~, εικονο~, ιδεο~, μετα~, μηχανο~, ορθο~, περι~, προ~, σημειο~, στενο~, συγ~, φυσιο~, φωνο~, χωρο~. 2. που μοιάζει με ζωγραφιά· όμορφος, χαριτωμένος: ~ός: κολπίσκος/οικισμός. ~ή: ακρογιαλιά/πόλη. ~ό: εκκλησάκι/λιμάνι/σημείο (πόλης)/σοκάκι/τοπίο/χωριό.|| (μειωτ., που έχει ιδιότυπη συμπεριφορά ή/και εμφάνιση:) ~ός: τύπος. ~ή: φιγούρα. Μη γίνεσαι ~! Κινδυνεύεις να καταντήσεις ~. 3. που αναφέρεται στα γραφικά ή στις γραφικές τέχνες· που σχετίζεται ή παριστάνεται με γράφημα: ~ός: σχεδιασμός. ~ό: αντικείμενο/εργαλείο (διαχείρισης αρχείων/ρύθμισης/σχεδιασµού)/σχέδιο. ~ή: αναπαράσταση/απεικόνιση (βλ. ραδιο~). ~ά: μέσα (: φωτογραφίες, διαγράμματα). Βλ. ολο~.|| (ΜΑΘ.) ~ή: κλίμακα/λύση/μέθοδος (: επίλυσης προβλημάτων με γεωμετρικά σχήματα). ● επίρρ.: γραφικά ● ΣΥΜΠΛ.: γραφικά (είδη): υλικά που χρησιμοποιούνται στο γράψιμο, όπως χαρτί, στιλό, φάκελοι, μελάνι., γραφικές τέχνες: εφαρμοσμένες τέχνες που σχετίζονται με τη σχεδίαση, διακόσμηση και γραφή ή εκτύπωση σε επίπεδες επιφάνειες και κατ΄ επέκτ. τα σχετικά επαγγέλματα. Πβ. γραφιστική. Βλ. ζωγραφική, ντιζάιν., γραφικό περιβάλλον & περιβάλλον γραφικών & γραφική διεπαφή χρήστη: ΠΛΗΡΟΦ. πρόγραμμα που διευκολύνει τη διαδραστικότητα μεταξύ χρήστη και ηλεκτρονικού υπολογιστή, παρέχοντας τη δυνατότητα επιλογής με το ποντίκι από μενού και ομάδες εικονιδίων: (φιλικό) ~ ~ επικοινωνίας/εργασίας. Εφαρμογή ~ού ~οντος. [< αγγλ. graphical environment, graphical user interface (GUI), 1981] , γραφική νουβέλα βλ. νουβέλα, γραφική παράσταση βλ. παράσταση, γραφική ύλη βλ. ύλη [ < 1: αρχ.-μτγν. γραφικός 2: ιταλ. pittoresco, γαλλ. pittoresque 3: γαλλ. graphique, αγγλ. graphic]
δάκρυ δά-κρυ ουσ. (ουδ.) {δακρύ-ου | δάκρυ-α, δακρύ-ων} & (λογοτ.) δάκρυο 1. διαυγές αλατούχο υγρό που εκκρίνεται από τους δακρυϊκούς αδένες λόγω συγκίνησης ή εξωτερικού ερεθισμού στα μάτια: ~α λύπης/χαράς. Συγκινήθηκε μέχρι ~ων (= υπέρμετρα). Αναλύθηκε/ξέσπασε σε ~α. Δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα ~ά του. Κυλούσαν τα ~α βροχή/ποτάμι στα μάγουλά της. Τα μάτια της πλημμύρισαν με/είναι γεμάτα ~α. 2. (μτφ.) σταγόνα που μοιάζει με δάκρυ: το ~ του πεύκου (= ρετσίνι). ● ΣΥΜΠΛ.: τεχνητά δάκρυα & φυσικά δάκρυα: ΦΑΡΜΑΚ. ειδικό κολλύριο που υγραίνει την επιφάνεια των ματιών. Βλ. ξηροφθαλμία, σταγόνες, φυσιολογικός ορός., κροκοδείλια δάκρυα βλ. κροκοδείλιος ● ΦΡ.: έχει τα δάκρυα/το δάκρυ στο τσεπάκι/στην τσέπη (ειρων.): κλαίει πολύ εύκολα, με ασήμαντη αφορμή., κλαίω με μαύρο δάκρυ & χύνω μαύρο/πικρό δάκρυ: κλαίω πολύ και κατ΄επέκτ. μετανιώνω πικρά για κάτι που έκανα., κοιλάδα των δακρύων & (λόγ.) κοιλάδα του κλαυθμώνος (ΠΔ): για χώρο όπου επικρατούν εξαιρετικά άσχημες συνθήκες ή για δυσάρεστη κατάσταση. Βλ. κόλαση., με πήραν τα δάκρυα/κλάματα (προφ.): άρχισα να κλαίω., στεγνώνω τα δάκρυα κάποιου: τον παρηγορώ: Ο χρόνος στέγνωσε ~ ~ά της κι επούλωσε τις πληγές της.|| Ακόμη δεν έχουν στεγνώσει ~ ~ά τους (: είναι νωπός ο πόνος). [< γαλλ. sécher les larmes] , (πάει/πέφτει/τρέχει) το δάκρυ κορόμηλο/κορόμηλο το δάκρυ βλ. κορόμηλο, γελάω με την καρδιά μου/με την ψυχή μου/μέχρι δακρύων βλ. γελώ, ξένος πόνος, ξένα δάκρυα βλ. ξένος, χύνω δάκρυα βλ. χύνω [< αρχ. δάκρυ]
έβδομος, η, ο [ἕβδομος] έ-βδο-μος αριθμητ. τακτ. {κ. (λόγ.) γεν. αρσ./ουδ. εβδ-όμου, (λόγ.) θηλ. εβδόμη} (σύμβ. 7ος, Ζ' ή ζ', VII): που σε μια σειρά από όμοια πρόσωπα ή πράγματα κατέχει τη θέση που αντιστοιχεί στον αριθμό εφτά: ~ος: γύρος/κύκλος (: επεισοδίων τηλεοπτικής σειράς)/(ΑΣΤΡΟΛ.) οίκος/τόμος. ~η: έκδοση (βιβλίου, αυτοκινήτου)/θέση/συνεδρία/φορά. ~ο: κεφάλαιο/τεύχος (: περιοδικού). Για ~η συνεχή χρονιά. Ο γιος μας γιόρτασε τα ~α γενέθλιά του. ~οι στη βαθμολογία/στη λίστα. ● επίρρ.: έβδομον (λόγ.): για να δηλωθεί ότι το αναφερόμενο στοιχείο βρίσκεται στην έβδομη θέση σε μια απαρίθμηση, επιχειρηματολογία: Είχαμε θέσει συγκεκριμένους στόχους: πρώτον, ... δεύτερον, ... ~ ... Βλ. -ον2. ● Ουσ.: εβδόμη (η) 1. ΜΑΘ. ενν. δύναμη αριθμού. 2. ΜΟΥΣ. διάστημα επτά φθόγγων: πέμπτη/συγχορδία μεθ' ~ης., έβδομο (το): το ένα από τα επτά ίσα μέρη ενός συνόλου: το ένα ~ της κληρονομιάς., έβδομος (ο) 1. ενν. όροφος κτιρίου: Τα γραφεία μας βρίσκονται στον ~ο. 2. (συνήθ. στη γεν., σε ανάγνωση ημερομηνίας γραμμένης με αριθμούς) ενν. μήνας, ο Ιούλιος: στις 8/7 (: οχτώ ~όμου). ● ΣΥΜΠΛ.: η έβδομη τέχνη: ο κινηματογράφος. [< γαλλ. le septième art] ● ΦΡ.: στον έβδομο ουρανό/στους επτά ουρανούς βλ. ουρανός [< αρχ. ἕβδομος]
εικαστικός, ή, ό [εἰκαστικός] ει-κα-στι-κός επίθ.: που έχει σχέση με τις εικαστικές τέχνες: ~ός: δημιουργός/καλλιτέχνης/τομέας/χώρος. ~ή: απόδοση/γλώσσα/δημιουργία/επιμέλεια/παιδεία/προσέγγιση/πρόταση/ψυχοθεραπεία. ~ό: αφιέρωμα/εργαστήριο/έργο/κέντρο. ~ές: δραστηριότητες/εκδηλώσεις/εκθέσεις. Πβ. απεικονιστικός.|| (ως ουσ.) Νέοι/ξένοι/σύγχρονοι ~οί (ενν. καλλιτέχνες). Χορός, θέατρο και ~ά (ενν. έργα). ● επίρρ.: εικαστικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: εικαστικές τέχνες: οι καλές τέχνες, όπως η ζωγραφική, η γλυπτική, η χαρακτική, η φωτογραφία, οι οποίες απεικονίζουν την πραγματικότητα ή δημιουργούν φανταστικές μορφές. ΣΥΝ. πλαστικές τέχνες [<αρχ. η εἰκαστική τέχνη ‘η τέχνη της ζωγραφικής ή της απεικόνισης’] [< αρχ. εἰκαστικός ‘απεικονιστικός’]
ένατος, η, ο [ἔνατος] έ-να-τος αριθμητ. τακτ. {κ. (λόγ.) γεν. αρσ./ουδ. εν-άτου, (λόγ.) θηλ. ενάτη} (σύμβ. 9oς, Θ΄ή θ', ΙΧ): που αντιπροσωπεύει τον αριθμό εννέα (9) σε μια ακολουθία ή σειρά: ~ος: αιώνας/χρόνος. ~η: έκδοση/σελίδα. ~ο: κεφάλαιο. ~α: γενέθλια. (σε φωτογραφία:) ~ από αριστερά. Τερμάτισε ~/στην ~η θέση. ● επίρρ.: ένατον (λόγ.): για να δηλωθεί ότι το αναφερόμενο στοιχείο βρίσκεται στην ένατη θέση σε μια απαρίθμηση, επιχειρηματολογία: πρώτον: ... · δεύτερον: ...· (...)· ~: ... ● Ουσ.: ενάτη (η) 1. ενν. μέρα του μήνα: η ~ (: 9η) Μαΐου. 2. ΜΑΘ. ενν. δύναμη. 3. ΜΟΥΣ. διάστημα εννέα φθόγγων., ένατο (το): καθένα από τα εννέα ίσα μέρη ενός συνόλου: το ένα ~ (: 1/9)., ένατος (ο) {ενάτ-ου} 1. ενν. όροφος: Ανεβαίνω στον ~ο (: 9ο). 2. (συνήθ. στη γεν., σε ανάγνωση ημερομηνίας γραμμένης με αριθμούς) ενν. μήνας, ο Σεπτέμβριος: την 1/9 (: πρώτη ~ου). ● ΣΥΜΠΛ.: η ένατη τέχνη: ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. τα κινούμενα σχέδια και τα κόμικς. Βλ. η έβδομη τέχνη, η όγδοη τέχνη. [< γαλλ. le neuvième art] [< αρχ. ἔνατος]
εννοιολογικός, ή, ό [ἐννοιολογικός] εν-νοι-ο-λο-γι-κός επίθ. ΣΥΝ. εννοιακός 1. που σχετίζεται με την έννοια: ~ός: ορισμός (βλ. καταστασιακός). ~ή: ανάλυση/δομή/ερμηνεία/οριοθέτηση. ~ό: λεξικό (: με βάση τα σημασιολογικά πεδία)/μοντέλο (δεδομένων)/περιεχόμενο/πλαίσιο. ~ές: κατηγορίες/προσεγγίσεις. Πβ. νοηματ-, σημασιολογ-ικός. 2. ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. που σχετίζεται με την εννοιολογική τέχνη: ~ός: καλλιτέχνης. ● επίρρ.: εννοιολογικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: εννοιολογική τέχνη: ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. καλλιτεχνικό ρεύμα της δεκαετίας του '60 που προτάσσει την πνευματική προσέγγιση του έργου, δηλ. τη σύλληψή του και την ιδέα του έναντι της κατασκευής του. Βλ. μινιμαλισμός., εννοιολογική μεταφορά βλ. μεταφορά [< γαλλ. conceptuel]
εσπεράντο [ἐσπεράντο] ε-σπε-ρά-ντο ουσ. (θηλ.) {άκλ.}: τεχνητή γλώσσα που βασίζεται κυρ. σε λατινογενές λεξιλόγιο και επινοήθηκε το 1887 με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως παγκόσμιος κώδικας επικοινωνίας. [< γαλλ. espéranto, αγγλ. esperanto]
εφαρμοσμένος, η, ο [ἐφαρμοσμένος] ε-φαρ-μο-σμέ-νος επίθ. (επιστ.) & (λόγ.) εφηρμοσμένος: που έχει πρακτικές εφαρμογές· (για επιστημονικό κλάδο) που εφαρμόζει γενικές, θεωρητικές αρχές, με σκοπό την αντιμετώπιση συγκεκριμένων προβλημάτων: Εργασία με ~ο προσανατολισμό.|| ~ος: ηλεκτρομαγνητισμός. ~η: γλωσσολογία/μηχανική/οικολογία/παιδαγωγική/πληροφορική/στατιστική/φυσική/ψυχολογία. ~α: μαθηματικά. ~η μικροβιολογία στη δημόσια υγεία. ΑΝΤ. καθαρός (9) ● ΣΥΜΠΛ.: εφαρμοσμένες επιστήμες: που αξιοποιούν για πρακτικούς σκοπούς τα πορίσματα της βιολογίας, της φυσικής, της χημείας και των μαθηματικών. Βλ. γεωπονία, δασολογία, ηλεκτρολογία, μηχανολογία. ΣΥΝ. τεχνολογικές επιστήμες [< αγγλ. applied sciences] , εφαρμοσμένες/διακοσμητικές τέχνες: που αποσκοπούν στη δημιουργία χρηστικών ή διακοσμητικών ειδών με αισθητική αξία. Βλ. γραφιστική, κεραμική, υαλογραφία, χρυσοχοΐα., εφαρμοσμένη έρευνα βλ. έρευνα ● βλ. εφαρμόζω [< μτγν. ἐφηρμοσμένος, γαλλ. appliqué, αγγλ. applied]
ιερός, ή/(λόγ.) ά, ό [ἱερός] ι-ε-ρός επίθ. 1. (συχνά με κεφαλ. Ι) που αναφέρεται στον Θεό, στα θεία, στη θρησκεία ή που έχει μεγάλη θρησκευτική σημασία: ~ός: μήνας/ναός/τόπος (βλ. προσκύνημα)/ύμνος/χορός. ~ή: ακολουθία/εικόνα/κοινότητα/λειτουργία (= Θεία)/Μονή/μορφή/πηγή (= αγίασμα)/προσευχή/συγκίνηση/σύναξη. ~ό: ανάγνωσμα/ένδυμα/λείψανο/μυστήριο/νησί. ~ές: τελετές. ~ά: άμφια. Η ~ά Αρχιεπισκοπή/Μητρόπολη. Βλ. πανίερος.|| (για Άγιο, συνήθ. λόγιο) Ο ~ Αυγουστίνος/Φώτιος.|| Τα ~ά ζώα αρχαίων πολιτισμών. 2. που του οφείλουμε σεβασμό, γιατί έχει μεγάλη ηθική αξία και σημασία: ~ός: αγώνας/θεσμός/όρκος/σκοπός. ~ή: αποστολή/γη/ιδέα/μνήμη/προσφορά/υποχρέωση/φλόγα. ~ό: καθήκον/όνομα/πρόσωπο/σύμβολο/χρέος. ~ά: χώματα (= άγια). Πβ. αξιοσέβαστος, σεβαστός. ΑΝΤ. ανίερος 3. ΑΝΑΤ. που βρίσκεται κοντά στο ιερό οστό: ~ός: σπόνδυλος. ~ή: αρτηρία/μοίρα. ~ά: τρήματα. ● ΣΥΜΠΛ.: Ιερά Γράμματα: ΘΕΟΛ. η Αγία Γραφή. Πβ. Βίβλος., ιερά νόσος (ευφημ.-παλαιότ.): επιληψία., Ιερά Σύνοδος: ΕΚΚΛΗΣ. το ανώτατο διοικητικό όργανο κάθε αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας., ιερή τέχνη: που υπηρετεί τη θρησκευτική λατρεία: η ~ ~ της αγιογραφίας., Ιερό Βιβλίο/Κείμενο: ΘΡΗΣΚ. γραπτό, συνήθ. παλαιό έργο, που θεωρείται θεόπνευστο και αποτελεί τη βάση της πίστης και της λατρευτικής ζωής σε μια θρησκεία: τα ~ά ~α του Χριστιανισμού (πβ. Αγία Γραφή).|| Τα ~ά ~α του Ινδουισμού (πβ. Βέδες)/Ιουδαϊσμού (πβ. Ταλμούδ, Τορά)/Μουσουλμανισμού (πβ. Κοράνι). ΣΥΝ. Ιερές Γραφές, ιερό οστό & (λόγ.) ιερό οστούν: ΑΝΑΤ. τριγωνικό οστό που βρίσκεται στο κάτω άκρο της σπονδυλικής στήλης. Βλ. κόκκυγας., ιερός/θρησκευτικός πόλεμος: που γίνεται στο όνομα μιας θρησκείας. Βλ. σταυροφορία, τζιχάντ., (Ιερά) Σύνοψη βλ. σύνοψη, Διαρκής Iερά Σύνοδος βλ. σύνοδος, θείος/ιερός νόμος βλ. νόμος, Ιερά Εξέταση βλ. εξέταση, ιερά σινδόνη βλ. σινδόνη, ιερά σκεύη βλ. σκεύος, ιερά τέρατα βλ. τέρας, Ιερά/Ιερή Παράδοση βλ. παράδοση, Ιερές Γραφές βλ. γραφή, ιερή αγελάδα βλ. αγελάδα, ιερή αποδημία βλ. αποδημία, ιερή πόλη βλ. πόλη, ιερό άλσος βλ. άλσος, ιερό τοτέμ βλ. τοτέμ, Ιερό/Άγιο Βήμα βλ. βήμα, ιεροί/θείοι κανόνες βλ. κανόνας, ιερός χώρος βλ. χώρος, ο Ιερός Βράχος βλ. βράχος ● ΦΡ.: δεν έχει ούτε ιερό ούτε όσιο: δεν σέβεται τίποτα, δεν έχει ηθικούς φραγμούς, είναι αδίστακτος, αχρείος., σε ό,τι έχω ιερό: (σε όρκο): Σας τ' ορκίζομαι ~ ~, δεν έχει ξανασυμβεί κάτι τέτοιο., τα ιερά και τα όσια: το σύνολο των αξιών και γενικότ. ό,τι πιο ιερό έχει κάποιος: ~ ~ της πατρίδας/πίστης/φυλής. Βεβηλώνω/θίγω/προσβάλλω ~ ~ κάποιου. Πβ. θεία (τα). ● βλ. ιερό [< αρχ. ἱερός]
κινητικός, ή, ό κι-νη-τι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με την κίνηση συνήθ. του ανθρώπινου σώματος: ~ή: αγωγή/αποκατάσταση/θεραπεία (βλ. κινησιοθεραπεία). ~ές: δεξιότητες/ικανότητες/λειτουργίες. Αντιμετωπίζει ~ά προβλήματα. Βλ. ηλεκτρο~, μουσικο~, οπτικο~, τηλε~, ψυχο~.|| (ΙΑΤΡ.) ~ός: νευρώνας/φλοιός. ~ά: νεύρα. Κακώσεις του ~ού συστήματος. Βλ. αγγειο~, βιο~, ισο~, οφθαλμο~, φαρμακο~. 2. που βρίσκεται σε διαρκή κίνηση, εξαιρετικά δραστήριος: ακούραστος και ~/~ότατος (παρά την ηλικία του). Πβ. αεικίνητος, ακμαίος, ζωηρός. Βλ. παρα~, υπερ~, υπο~. ΑΝΤ. αδρανής, νωθρός. ● επίρρ.: κινητικά ● ΣΥΜΠΛ.: κινητική αναπηρία: ΙΑΤΡ. ανεπάρκεια που επηρεάζει τη φυσιολογική κίνηση ενός ανθρώπου στις δραστηριότητες της καθημερινής του ζωής: βαριά/σοβαρή ~ ~. Ειδικές ράμπες που διευκολύνουν την πρόσβαση των ατόμων με ~ ~ στα λεωφορεία. Απασχόληση/κοινωνική ένταξη ανθρώπων με ~ές ~ες. Βλ. παράλυση, παραπληγία., κινητική ενέργεια: ΦΥΣ. που έχει ένα σώμα, όταν κινείται. Βλ. θερμική ενέργεια., κινητική τέχνη: ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. είδος αφηρημένης τέχνης που αξιοποιεί την κίνηση για να προκαλέσει αισθητική εντύπωση. [< γαλλ. art cinétique, 1920] , κινητικό γλυπτό: ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. τρισδιάστατη κατασκευή με εξαρτήματα που τίθενται σε κίνηση με μηχανικό ή φυσικό (από τον άνεμο) τρόπο. [< αγγλ. kinetic sculpture, 1957] , τελική κινητική πλάκα βλ. πλάκα [< αρχ. κινητικός ‘αυτός που (υπο)κινεί, κινητός’, γαλλ. cinétique, αγγλ. cinetic]
κλίμα κλί-μα ουσ. (ουδ.) {κλίμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. ΜΕΤΕΩΡ. τα καιρικά φαινόμενα (άνεμοι, ηλιοφάνεια, θερμοκρασία, κατακρημνίσματα, πίεση, ξηρασία, υγρασία) που επικρατούν σε συγκεκριμένη περιοχή για μεγάλο χρονικό διάστημα· συνεκδ. τόπος με ορισμένες κλιματολογικές συνθήκες: αρκτικό/βόρειο/δροσερό/εύκρατο/ζεστό/θαλάσσιο/ξηρό/ορεινό/πολικό/υγρό/ωκεάνιο ~. ~ και βλάστηση. Το ~ της ερήμου/στέπας. Αλλαγές/μεταβολές/υπερθέρμανση του ~ατος (βλ. τρύπα του όζοντος, φαινόμενο του θερμοκηπίου). Ζώνες θερμού/ψυχρού ~ατος. Επίδραση του ~ατος στον πολιτισμό ενός τόπου. Δέντρο που ευδοκιμεί σε όλα τα ~ατα. Βλ. μεσο~, μικρο~.|| Το χωριό μας έχει βροχερό/γλυκό/ευχάριστο/υγιεινό ~.|| Τα αποδημητικά πουλιά μεταναστεύουν σε θερμότερα ~ατα.|| (προφ.) Σκέφτεται να αλλάξει ~ (: διαμονή ή εργασία). 2. (μτφ.) ατμόσφαιρα, συνθήκες: άσχημο/διχαστικό/δυσμενές/εορταστικό/ευνοϊκό/νοσηρό/πανηγυρικό/πολιτικό ~. ~ αισιοδοξίας/ευφορίας/εχθρότητας/συγκίνησης/φόβου. Αρνητικό/θετικό το ~ στη σημερινή συνεδρίαση. Σκληρό ~ ανταγωνισμού. Το πνευματικό και κοινωνικό ~ μιας εποχής. Ανάκαμψη/αναστροφή/διακυμάνσεις του επενδυτικού ~ατος. Ανάλυση εργασιακού ~ατος. Δημιουργία κατάλληλου διδακτικού και παιδαγωγικού ~ατος στη σχολική τάξη (= σχολικό ~). Καλλιέργεια ~ατος εμπιστοσύνης μεταξύ ... Σε ~ έντονης αντιπαράθεσης. Βελτιώθηκε/επιδεινώθηκε το επιχειρηματικό/οικονομικό ~. Κινείται στο ίδιο ~. Θέλει να αντιστρέψει το ~. Οι επαφές έγιναν σε εγκάρδιο/φιλικό ~. Δεν έχει προσαρμοστεί στο ~ της ομάδας (: δεν έχει εγκλιματιστεί). Πβ. περιβάλλον, περιρρέουσα ατμόσφαιρα. 3. ΕΚΚΛΗΣ. μεγάλη περιφέρεια που συνιστά από μόνη της εκκλησιαστική διοίκηση: Μητρόπολη που ανήκει στο ~ του Οικουμενικού Πατριαρχείου. ● ΣΥΜΠΛ.: αστικό κλίμα: που επικρατεί στα μεγάλα αστικά κέντρα, διαφέρει από αυτό των γειτονικών τους περιοχών και χαρακτηρίζεται κυρ. από αυξημένη θερμοκρασία και υψηλή συγκέντρωση ρύπων: Η σημασία του πολεοδομικού σχεδιασμού στη διαμόρφωση του ~ού ~ατος. Βλ. αστικοποίηση, πυκνοκατοίκηση, θερμική νησίδα. [< αγγλ. urban climate] , κλίμα αβεβαιότητας (μτφ.): κατάσταση, συνθήκες αβεβαιότητας, ανασφάλειας: γενικευμένο ~ ~. ~ ~ και αστάθειας στην αγορά. Μέσα σε ~ ~ χιλιάδες άνεργοι. Εντείνεται το ~ ~. Η πτώση τιμών στο χρηματιστήριο προκάλεσε ~ ~., μεσογειακό κλίμα: ΜΕΤΕΩΡ. με ζεστά, ξηρά καλοκαίρια και βροχερούς, ήπιους χειμώνες., τεχνητό κλίμα 1. (μτφ.) ψυχολογική ατμόσφαιρα που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα: ~ ~ ανησυχίας/αντιπαλότητας/πόλωσης. Προσπαθούν να δημιουργήσουν ένα ~ ~ εντυπώσεων. 2. (συνήθ. σε κλειστούς χώρους) που είναι αποτέλεσμα της ανθρώπινης δραστηριότητας: μηχανές/συσκευές ~ού ~ατος., βαρύ κλίμα βλ. βαρύς, ηπειρωτικό κλίμα βλ. ηπειρωτικός, ήπιο κλίμα βλ. ήπιος, πρόσφορο/γόνιμο/εύφορο έδαφος/κλίμα/πεδίο βλ. έδαφος, υποτροπικό κλίμα βλ. υποτροπικός ● ΦΡ.: δεν με σηκώνει το κλίμα (προφ.) 1. (μτφ.) δεν είμαι επιθυμητός σε κάποιον χώρο, δεν τον αντέχω ή δεν υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες συνήθ. για να ενεργήσω: Ζήτησε να φύγει από τη δουλειά, γιατί δεν τον ~ε ~. 2. δεν μου αρέσει ή δεν κάνει καλό στην υγεία μου το κλίμα ορισμένης περιοχής., μπαίνω στο κλίμα (μτφ.-προφ.): προσαρμόζομαι: ~ ~ των εξετάσεων. Γιατί δεν προσπαθείς να μπεις ~ των ημερών; [< μτγν. κλίμα ‘γεωγραφικό πλάτος, περιοχή’, γαλλ. climat, αγγλ. climate, γερμ. Klima]
κόσκινο κό-σκι-νο ουσ. (ουδ.): σκεύος με στρογγυλό πλαίσιο και διάτρητη βάση ή πλέγμα, όπου ρίχνονται συνήθ. κοκκώδη υλικά, για να διαχωριστούν από ξένα σώματα: λεπτό/ξύλινο/χοντρό/ψιλό ~. ~ αλευριού. Η διάμετρος/οι οπές του ~ου. Πβ. κρησάρα, σήτα. Βλ. σουρωτήρι.|| (ΤΕΧΝΟΛ., αντίστοιχο μηχάνημα:) Βιομηχανικά/δονούμενα/εργαστηριακά/μηχανικά/περιστρεφόμενα ~α. ~α για καθαρισμό και διαλογή αδρανών υλικών. Φίλτρα-~α. Κοκκομετρική ανάλυση με ~α. ● Υποκ.: κοσκινάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: μοριακό κόσκινο: ΧΗΜ. πορώδης κρυσταλλική ουσία, ικανή να απορροφήσει μικρά μόρια αερίων και υγρών: Οι ζεόλιθοι είναι ~ά ~α. [< αγγλ. molecular sieve, 1926] , το κόσκινο του Ερατοσθένη: ΜΑΘ. αλγόριθμος για την εύρεση όλων των πρώτων αριθμών από το ένα μέχρι κάποιον δεδομένο φυσικό αριθμό ν. ● ΦΡ.: βάλε κόσκινο (προφ.-ειρων.): για ντροπαλό, συνεσταλμένο άτομο: Αν ντρέπεσαι, να βάλεις ~., καινούργιο κοσκινάκι μου και πού να σε κρεμάσω/καινούργιο είναι το κόσκινο, ψηλά είναι κρεμασμένο (παροιμ.): για την υπερβολική φροντίδα, αδυναμία που δείχνουμε σε πρόσφατο απόκτημα και κατ' επέκτ. σε νέα γνωριμία, σχέση., κάνω κάποιον/κάτι κόσκινο (προφ.): το(ν) κατατρυπώ με σφαίρες. ΣΥΝ. γαζώνω (2), παλιά μου τέχνη κόσκινο (παροιμ.): για την εμπειρία ή επιδεξιότητα κάποιου σε ορισμένο τομέα., περνώ από (ψιλό) κόσκινο (μτφ.): υποβάλλω κάποιον ή κάτι σε εξονυχιστική εξέταση: Από ψιλό κόσκινο θα περάσουν οι εξεταζόμενοι/οι φορολογικές δηλώσεις. ΣΥΝ. κοσκινίζω (2) [< αρχ. κόσκινον]
λαϊκός, ή, ό λα-ϊ-κός επίθ. {κ. προφ. θηλ. -ιά | λαϊκότ-ερος, -ατος} 1. που σχετίζεται με τον λαό, ανήκει σε αυτόν ή προέρχεται από αυτόν: ~ή: αποδοχή (ενός κόμματος)/βούληση/δυσαρέσκεια (για τα νέα μέτρα)/εξέγερση/επιμόρφωση (βλ. διά βίου εκπαίδευση)/κυβέρνηση. ~ό: αίτημα/κίνημα (βλ. εργατικό κίνημα). ~ αγώνας δρόμου. Εταιρεία ~ής βάσης (: με μετόχους τους κατοίκους μιας πόλης ή ενός μέρους). Προσφυγή στη ~ή ετυμηγορία (: συνήθ. για διεξαγωγή εκλογών). Η κυβέρνηση έχει νωπή και ισχυρή ~ή εντολή. Βλ. αντι~, παλ~, φιλο~.|| (σε ονομασ., με κεφαλ.) Λ~ή Τράπεζα. Λ~ό Λαχείο (κ. ως ουσ. ~ό).|| ~ός: ήρωας. ~ή: ποίηση (= δημώδης· ΑΝΤ. λόγια)/σοφία (βλ. γνωμικό, παροιμία, ρήση). ~ές: δοξασίες/εκδηλώσεις. ~ά: αναγνώσματα/παραμύθια/στοιχεία (= φολκλορικά). Ελληνικός ~ πολιτισμός (βλ. λαογραφία).|| ~οί: χοροί. ~ά: όργανα. ΣΥΝ. δημοτικός, παραδοσιακός. 2. που αφορά τις κατώτερες οικονομικά και κοινωνικά ομάδες: ~ή: συνοικία (βλ. εργατογειτονιά). Οι ~ές τάξεις/τα ~ά στρώματα (: αγρότες, εργάτες). Είναι ~ής καταγωγής. ΑΝΤ. αριστοκρατικός.|| ~ές: τιμές (= φτηνές, χαμηλές).|| (για πρόσ.) Γνήσιος ~ τύπος (: ανεπιτήδευτος, απλός και αυθόρμητος). ~οί: ζωγράφοι (= αυτοδίδακτοι, ναΐφ). 3. (ειδικότ.) που σχετίζεται με το λαϊκό τραγούδι: ~ός: βάρδος/δίσκος/(ραδιοφωνικός) σταθμός/συνθέτης/τραγουδιστής. ~ή: ορχήστρα/συναυλία. ~ό: πρόγραμμα. ~ά: κέντρα (διασκέδασης). Καλλιτέχνης με ~ή φωνή. 4. ΛΕΞΙΚΟΓΡ. (για γλωσσικό στοιχείο) που χρησιμοποιείται κυρ. στον προφορικό λόγο και συνήθ. από τους απλούς ανθρώπους του λαού και αποκλίνει, ως προς τη μορφολογία ή/και την προφορά, από την Κοινή Νεοελληνική: ~ή: έκφραση/λέξη. ΑΝΤ. λόγιος (1) ● Ουσ.: λαϊκά (τα) (προφ.): ενν. τραγούδια: βαριά/παλιά ~. Ακούει μόνο ~., λαϊκός (ο): ΕΚΚΛΗΣ. χριστιανός ορθόδοξος που δεν είναι ούτε ιερωμένος ούτε μοναχός: ~οί και κληρικοί. Βλ. κληρικο~. ΣΥΝ. κοσμικός (1) ● επίρρ.: λαϊκά ● ΣΥΜΠΛ.: λαϊκή αγορά & (προφ.) λαϊκή: υπαίθρια αγορά όπου πωλούνται σε φορητούς πάγκους και σε σχετικά χαμηλές τιμές φρέσκα οπωροκηπευτικά, αλλά και άλλα προϊόντα (π.χ. ψάρια, είδη ένδυσης και οικιακής χρήσης) και η οποία διοργανώνεται συνήθ. μια φορά την εβδομάδα, σε προκαθορισμένα σημεία και για συγκεκριμένες ώρες: εβδομαδιαία/κεντρική/σκεπαστή ~ ~. ~ ~ βιολογικών προϊόντων. ~ές ~ές στις γειτονιές της πόλης. Μικροπωλητές ~ών ~ών. Κάθε Παρασκευή γίνεται/έχει λαϊκή. Βλ. εμποροπανήγυρη, παζάρι, παντοπωλείο, υπαίθριο εμπόριο., λαϊκή ιατρική (κυρ. παλαιότ.): πρακτική και εμπειρική αντιμετώπιση των ασθενειών: χρήση των βοτάνων στη ~ ~ (βλ. γιατροσόφια). Βλ. εναλλακτική ιατρική, ομοιοπαθητική., λαϊκή τέχνη (κ. με κεφαλ. Λ, Τ): ΛΑΟΓΡ. της οποίας δημιουργός είναι ο απλός λαός και η οποία σχετίζεται κυρ. με την αργυροχρυσοχοΐα, την κεντητική, την κεραμική, την ξυλογλυπτική, την υφαντική, τη χειροτεχνία, αλλά και τη μουσική, τα τραγούδια και τους χορούς: η ελληνική ~ ~ (: τέλη 17ου αι.-αρχές 19ου αι.)., λαϊκό δικαστήριο (παλαιότ., ιδ. σε περιόδους πολιτικής και κοινωνικής ανατροπής ύστερα από επανάσταση· σήμερα, κυρ. μτφ.): του οποίου τα μέλη δεν είναι δικαστικοί λειτουργοί, αλλά απλοί πολίτες: Εδώ δεν είναι ~ ~, ο καθένας μπορεί να εκφράζεται ελεύθερα., λαϊκό μέτωπο (κ. με κεφαλ. Λ, Μ): ΠΟΛΙΤ. συνασπισμός κομμάτων, συνήθ. της Αριστεράς., λαϊκό τραγούδι & αστικό λαϊκό τραγούδι: ΜΟΥΣ. είδος τραγουδιού των αστικών κέντρων, εξέλιξη του δημοτικού και του ρεμπέτικου, το οποίο έχει τις απαρχές του στην ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, εξελίσσεται ακόμα και χαρακτηρίζεται από ανατολίτικα ή/και δυτικά στοιχεία: βαρύ ~ ~. Βλ. ελαφρολαϊκό (τραγούδι)., έντεχνο λαϊκό (τραγούδι) βλ. έντεχνος, κοσμικό/λαϊκό κράτος βλ. κοσμικός, λαϊκή απογευματινή βλ. απογευματινός, λαϊκή ετυμολογία βλ. ετυμολογία, λαϊκή κυριαρχία βλ. κυριαρχία, λαϊκή παράδοση βλ. παράδοση, λαϊκή/λαοκρατική δημοκρατία βλ. δημοκρατία, Λαϊκό Πανεπιστήμιο βλ. πανεπιστήμιο, λαϊκό προσκύνημα βλ. προσκύνημα, λαϊκός καπιταλισμός βλ. καπιταλισμός ● ΦΡ.: επί το λαϊκότερον (συνήθ. ειρων.): όταν παρατίθεται η αντίστοιχη συνώνυμη λέξη ή φράση του προφορικού ή λαϊκού λεξιλογίου: Έφυγε γρήγορα ή, ~ ~, την έκανε με ελαφρά πηδηματάκια. [< μτγν. λαϊκός, γαλλ. populaire]
μηχανικός μη-χα-νι-κός ουσ. (αρσ. + θηλ.) 1. επιστήμονας που ασχολείται με τη μελέτη, τη σχεδίαση και την επίβλεψη της κατασκευής τεχνικών έργων, τη λειτουργία μηχανημάτων και βιομηχανικών εφαρμογών: αεροναυπηγός/αρχιτέκτων/ηλεκτρολόγος/ηλεκτρονικός/μηχανολόγος/τοπογράφος ~. ~ ηλεκτρονικών υπολογιστών/μεταλλείων/ορυκτών πόρων/περιβάλλοντος. Βλ. αρχι~, υπο~. 2. τεχνίτης ειδικευμένος στον χειρισμό, τη συντήρηση και την επισκευή μηχανών: ~ αεροσκαφών/αυτοκινήτων/γεωργικών μηχανημάτων. (Επαγγελματική) Άδεια Πρακτικού ~ού. 3. (στο Εμπορ. Ναυτικό) βαθμοφόρος υπεύθυνος για τις μηχανές του πλοίου: δίπλωμα/ειδικότητα ~ού Α'/Β'/Γ' τάξης. ● ΣΥΜΠΛ.: πολιτικός μηχανικός βλ. πολιτικός, χημικός μηχανικός βλ. χημικός [< αρχ. μηχανικός, γαλλ. mécanicien, ingénieur]
νεφρά νε-φρά ουσ. (ουδ.) (τα) {σπανιότ. στον εν. νεφρό (λαϊκό) νεφρί} & (επίσ.) νεφροί (οι): ΑΝΑΤ. τα δύο όργανα δεξιά και αριστερά της οσφυϊκής μοίρας της σπονδυλικής στήλης, τα οποία φιλτράρουν το αίμα, απεκκρίνοντας μέσω των ούρων τα απόβλητα του μεταβολισμού, καθορίζουν τα επίπεδα υδρογόνου, νατρίου, καλίου, φωσφορικών και άλλων ιόντων στο εξωκυττάριο υγρό και ρυθμίζουν τον όγκο του κυκλοφορούντος αίματος και τη μυϊκή σύσπαση των αγγείων: ασθένειες των ~ών (βλ. νεφρίτιδα). Έχει πέτρες στα ~ά (βλ. νεφρο-, ουρο-λιθίαση). Βλ. επινεφρίδια, νεφρώνας.|| Αφαίρεση/καρκίνος/πτώση ~ού.|| (με αναφορά στη νεφρική ανεπάρκεια:) Δότης/μεταμόσχευση ~ού. Δώρισε/έδωσε/πρόσφερε το ένα του ~ό. ● ΣΥΜΠΛ.: κολικός (του) νεφρού/(των) νεφρών: ΙΑΤΡ. οξύτατος πόνος που σχετίζεται με την ύπαρξη πέτρας στα νεφρά ή στον ουρητήρα., τεχνητός νεφρός: ΙΑΤΡ. συσκευή αιμοκάθαρσης για ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια: μονάδα ~ού ~ού. [< γαλλ. rein artificiel] ● ΦΡ.: μου έπεσαν τα νεφρά (προφ.): κουράστηκα υπερβολικά ή έχω πόνους στη μέση, κυρ. επειδή έχω σηκώσει μεγάλο βάρος. [< μεσν. νεφρόν, αρχ. νεφρός]
νοημοσύνη νο-η-μο-σύ-νη ουσ. (θηλ.) 1. ΨΥΧΟΛ. -ΠΑΙΔΑΓ. ικανότητα του ατόμου να καταλαβαίνει και να διαχειρίζεται αφηρημένες έννοιες, να μαθαίνει, να αντιμετωπίζει νέες ή δύσκολες και πολύπλοκες καταστάσεις και να επιλύει προβλήματα, αξιοποιώντας προηγούμενες εμπειρίες: ανάπτυξη της ~ης. Αξιολόγηση/μέτρηση της ~ης (παιδιών και εφήβων) (βλ. τεστ ~ης). Άτομο με μειωμένη/μέση/φυσιολογική/χαμηλή/υψηλή ~. Πβ. ευφυΐα.|| (είδη ~ης:) Γλωσσική ή λεκτική/διαπροσωπική/ενδοπροσωπική/λογική-μαθηματική/μουσική/σωματική-κιναισθητική/χωρική ~ (: θεωρία της πολλαπλής ~ης). 2. (προφ.) εξυπνάδα: Δηλώσεις/εκπομπές/ενέργειες που προσβάλλουν/υποτιμούν τη ~ μας/των θεατών/των πολιτών. Αμφιβάλλω για τη ~ του. 3. ΠΛΗΡΟΦ. η ικανότητα μιας μηχανής να επιλύει προβλήματα και να εκτελεί γνωστικές λειτουργίες, αναπαράγοντας ανθρώπινες νοητικές δραστηριότητες (σκεπτόμενες μηχανές): υπολογιστική ~. Βλ. -οσύνη. ● ΣΥΜΠΛ.: δείκτης νοημοσύνης & δείκτης ευφυΐας: ΨΥΧΟΛ. ο οποίος δηλώνει τη νοητική ικανότητα ενός ατόμου σε σχέση με τον υπόλοιπο πληθυσμό και προκύπτει από συγκεκριμένο τεστ ευφυΐας. ΣΥΝ. άι-κιου [< αγγλ. intelligence quotient, 1913, (IQ), 1920] , συναισθηματική νοημοσύνη & συναισθηματική ευφυΐα: ΨΥΧΟΛ. η ικανότητα κάποιου να αναγνωρίζει, να κατανοεί και να χειρίζεται αποτελεσματικά τα συναισθήματα τόσο τα δικά του όσο και των άλλων. [< αγγλ. emotional intelligence, 1938] , τεστ νοημοσύνης & τεστ ευφυΐας: ΨΥΧΟΛ. που γίνεται για τον προσδιορισμό του βαθμού νοητικής ανάπτυξης ενός ατόμου: βαθμολογία/επιδόσεις σε ~ ~. Υποβλήθηκε σε ~ ~. [< αγγλ. intelligence/ΙQ test, 1913] , τεχνητή νοημοσύνη/(σπάν.) ευφυΐα: ΠΛΗΡΟΦ. η ικανότητα μηχανήματος να μιμείται τον άνθρωπο ως προς την ευφυΐα· κλάδος της Πληροφορικής ο οποίος έχει ως αντικείμενο την ενεργοποίηση τέτοιας συμπεριφοράς σε υπολογιστές: προηγμένη ~ ~. Εφαρμογές ~ής ~ης. ~ ~ και έμπειρα/ευφυή συστήματα. [< αγγλ. artificial intelligence, 1955] [< γαλλ.-αγγλ. intelligence]
όγδοος, η, ο [ὄγδοος] ό-γδο-ος αριθμητ. τακτ. {κ. (λόγ.) γεν. αρσ/ουδ. ογδ-όου, (λόγ.) θηλ. ογδόη} (σύμβ. 8ος, Η ή η', VIII): που η σειρά ή η θέση του κατά την αρίθμηση έχει τον αριθμό οκτώ: ~ος: αιώνας/γύρος/τόμος. ~η: έκδοση. ~ο: κεφάλαιο/τεύχος. Η ανάπτυξη του εμβρύου την ~η εβδομάδα.|| (σε κατάταξη αγώνων) Τερμάτισε στην ~η θέση. ● Ουσ.: ογδόη (η) 1. ενν. μέρα του μήνα: η ~ (: 8η) του Ιουλίου. 2. ΜΑΘ. ενν. δύναμη αριθμού: 2 στην ~ (28). Βλ. δευτέρα. 3. ΜΟΥΣ. διάστημα οκτώ φθόγγων. ΣΥΝ. οκτάβα (1), όγδοο (το) 1. καθένα από τα οκτώ ίσα μέρη ενός συνόλου: Πληρώσαμε τα τρία ~α (: 3/8) της τιμής. 2. ΤΥΠΟΓΡ. σχήμα βιβλίου το οποίο προκύπτει όταν η κάθε σελίδα τυπογραφείου διπλωθεί περίπου τρεις φορές, ώστε να σχηματιστούν οκτώ φύλλα ή δεκαέξι σελίδες. 3. ΜΟΥΣ. αξία νότας που είναι ίση με το μισό ενός τετάρτου., όγδοος (ο) 1. ενν. όροφος: Τα γραφεία της εταιρείας είναι στον ~ο. 2. ενν. μήνας, ο Αύγουστος: στις 15/8 (: δεκαπέντε ~όου). ● επίρρ.: όγδοον (λόγ.): για να δηλωθεί ότι το αναφερόμενο στοιχείο βρίσκεται στην όγδοη θέση σε απαρίθμηση, επιχειρηματολογία: πρώτον, ..., δεύτερον, ..., ~, ... Βλ. -ον2. ● ΣΥΜΠΛ.: η όγδοη τέχνη: ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. η φωτογραφία. [< γαλλ. le huitième art] ● ΦΡ.: το όγδοο θαύμα (του κόσμου) βλ. θαύμα [< αρχ. ὄγδοος]
πενία πε-νί-α ουσ. (θηλ.) (λόγ.): φτώχεια, ανέχεια: (μτφ.) λεκτική ~ (= λεξιπενία). Πβ. ανεπάρκεια, έλλειψη, ένδεια. ● ΣΥΜΠΛ.: ευεργέτημα πενίας βλ. ευεργέτημα ● ΦΡ.: πενία τέχνας κατεργάζεται (παροιμ.): οι ελλείψεις και οι δυσκολίες ωθούν τον άνθρωπο να εφευρίσκει λύσεις. [< αρχ. πενία]
πλαστικός, ή, ό πλα-στι-κός επίθ. 1. κατασκευασμένος από πλαστικό: ~ός: δίσκος/κάδος/σωλήνας/χλοοτάπητας (ΑΝΤ. φυσικός). ~ή: θήκη/καρέκλα/κάρτα (= πιστωτική)/μεμβράνη/συσκευασία. ~ό: δοχείο (βλ. τάπερ)/κάλυμμα/μπουκάλι/υλικό/φιλμ. ~ές: σακούλες (ΑΝΤ. οικολογικές)/σφαίρες/τσάντες. ~ά: γάντια/είδη/πέλματα/πόδια επίπλων/προϊόντα/σκεύη/φυτά. Βλ. συνθετικός. 2. που σχετίζεται με τη δημιουργία αισθητικών μορφών από μαλακό ή σκληρό υλικό: ~ός: διάκοσμος. ~ή: αναπαράσταση/απόδοση. ~ές: φόρμες. ~ά: έργα. Πβ. γλυπτός, εικαστικός. 3. που αναφέρεται στην πλαστική χειρουργική: ~ή: ομορφιά. ~ό: στήθος. 4. εύπλαστος, μαλακός: οι ~ές ιδιότητες του ζυμαριού/κεριού.|| ~ή: άργιλος (: που χρησιμοποιείται στην κεραμική).|| (ΜΗΧΑΝ.) ~ή: άρθρωση/κάμψη/ροπή. 5. αρμονικός, καλλίγραμμος: ~ές: κινήσεις. Πβ. συμμετρικός. 6. (μτφ.) επίπλαστος: ~ός: κόσμος. ~ή: ευγένεια/ζωή. ~ές: ιδέες. ~ά: χαμόγελα. Πβ. πλαστός. ΣΥΝ. νάιλον (2) ● Ουσ.: πλαστική (η): γλυπτική. ● ΣΥΜΠΛ.: πλαστικές εκρηκτικές ύλες/πλαστικά εκρηκτικά: εκρηκτικά σε εύκαμπτη ή ελαστική μορφή, για να πλάθονται εύκολα γύρω από το αντικείμενο στο οποίο τοποθετούνται. [< αγγλ. plastic explosive, 1906] , πλαστικές τέχνες: εικαστικές τέχνες. [< γαλλ. arts plastiques, αγγλ. plastic arts] , πλαστικές ύλες: ΧΗΜ.-ΤΕΧΝΟΛ. καθένα από τα σύνθετα πολυμερή με μεγάλο μοριακό βάρος που μορφοποιούνται με ειδική επεξεργασία σε διάφορα σχήματα. Βλ. ακρυλικό, βακελίτης, νάιλον, πλεξιγκλάς, πολυεστέρες, πολυουρεθάνη, PVC, ρητίνη, σιλικόνη, τεφλόν. [< γαλλ. matières plastiques, 1913] , πλαστική εγχείρηση/επέμβαση & (προφ.) πλαστική: ΙΑΤΡ. χειρουργική επέμβαση για την επανορθωτική ή την αισθητική ανάπλαση, αποκατάσταση ιστών: ~ ~ αυτιών (= ωτοπλαστική)/βλεφάρων (= βλεφαροπλαστική)/βραχιόνων/κοιλίας (= κοιλιοπλαστική)/στήθους/μύτης (= ρινοπλαστική)/προσώπου/σώματος/χειλέων., πλαστική χειρουργική: ΙΑΤΡ. κλάδος της χειρουργικής που έχει ως αντικείμενο τις πλαστικές επεμβάσεις: αισθητική/επανορθωτική ~ ~. Εξειδίκευση στην ~ ~ μαστού (= μαστοπηξία)/περιοδοντίου/προσώπου. [< αγγλ. plastic surgery] , πλαστικό φαγητό (προφ.): τυποποιημένο φαγητό, συνήθ. των φαστ φουντ. Πβ. τζανκ φουντ., πλαστικό χρήμα: πιστωτικές ή χρεωστικές κάρτες. [< αγγλ. plastic money, 1969] , πλαστικό χρώμα & (προφ.) πλαστικό: ΧΗΜ.-ΤΕΧΝΟΛ. χρώμα εσωτερικής και εξωτερικής χρήσης που χαρακτηρίζεται από μεγάλη καλυπτικότητα, φωτεινότητα, αντοχή, ευκολία εφαρμογής, ισχυρή πρόσφυση και γρήγορο στέγνωμα. Βλ. λάτεξ. [< αγγλ. plastic paint, 1925] , πλαστικός - επανορθωτικός χειρουργός & (προφ.) πλαστικός: γιατρός ειδικευμένος στην πλαστική και επανορθωτική χειρουργική. [< αγγλ. plastic surgeon] , πλαστική παραμόρφωση βλ. παραμόρφωση [< 1,3,6: αγγλ. plastic 2,4: αρχ. πλαστικός 5: γαλλ. plastique]
ρομανικός, ή, ό ρο-μα-νι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τη ρομανική τέχνη ή τις ρομανικές γλώσσες: ~ός: ρυθμός. ~ή: αρχιτεκτονική/εκκλησία. ~ά: κτίρια.|| ~ή: γλωσσολογία/φιλολογία. ~ό: αλφάβητο. ● ΣΥΜΠΛ.: ρομανικές/λατινογενείς/νεολατινικές γλώσσες: ΓΛΩΣΣ. κλάδος της ινδοευρωπαϊκής οικογένειας στον οποίο ανήκουν γλώσσες που προήλθαν από τη δημώδη λατινική, μεταξύ των οποίων η Γαλλική, Ιταλική, Ισπανική, Πορτογαλική και Ρουμανική. Βλ. καταλανικά, προβηγκιανά, ραιτορομανικά., ρομανική τέχνη: ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. η τέχνη της μεσαιωνικής δυτικής Ευρώπης. Βλ. γοτθική τέχνη. [< γαλλ. roman]
στρατευμένος, η, ο στρα-τευ-μέ-νος επίθ. 1. που υπηρετεί ως στρατιώτης: ~οι: νέοι. ~α: νιάτα/παιδιά.|| (ως ουσ.) Κατά τη διάρκεια της θητείας του, ο ~ ... Οι ~οι στο μέτωπο. Βλ. αντιρρησίας συνείδησης, ανυπότακτος. 2. (μτφ.) που υπηρετεί μια ιδεολογία, έναν σκοπό: ~ος: καλλιτέχνης. ~η: δημοσιογραφία/λογοτεχνία. ~ στην εθνική υπόθεση/ειρήνη/κοινωνική προσφορά. ΑΝΤ. αστράτευτος (2) ● ΣΥΜΠΛ.: στρατευμένη τέχνη: καλλιτεχνικό δόγμα που πρεσβεύει πως η τέχνη πρέπει να υπηρετεί μια σκοπιμότητα, συνήθ. μια πολιτική ιδεολογία: Καλλιτέχνης που ανήκει στη ~ ~. Βλ. η τέχνη για την τέχνη. [< 2: γαλλ. engagé, 1945]
φυγή φυ-γή ουσ. (θηλ.) 1. βιαστική αποχώρηση, συνήθ. εξαιτίας κινδύνου: Τον ανάγκασε σε ~ (: τον κλέφτη). Ο στρατός υποχρεώθηκε σε άτακτη ~ (= υποχώρηση).|| (εμφατ.) Μαζική ~ (= έξοδος) για τις καλοκαιρινές διακοπές. Βλ. κατα~, προσ~. 2. μεταφορά συνήθ. χρηματικών ποσών σε ξένη χώρα: ~ των καταθέσεων/κεφαλαίων στο εξωτερικό. 3. (μτφ.) απομάκρυνση από δυσάρεστη κατάσταση: ~ από την καθημερινότητα/την πραγματικότητα/τα προβλήματα. Έχει τάσεις ~ής. Πβ. απόδραση, δια~, διέξοδος. 4. ΜΟΥΣ. φούγκα. ● ΣΥΜΠΛ.: η τέχνη της φυγής: παρκούρ. ● ΦΡ.: τρέπω σε φυγή (κάποιον) βλ. τρέπω [< 1: αρχ. φυγή]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ