ταβάνι τα-βά-νι ουσ. (ουδ.) {ταβαν-ιού} & (λαϊκό) νταβάνι 1. η άνω επιφάνεια κλειστού χώρου, οροφή: γύψινο/ξύλινο ~. Φωτιστικό ~ιού. Το γείσο/τα δοκάρια/οι σανίδες/το ύψος του ~ιού. Σπίτι με χαμηλό/ψηλό ~ (πβ. χαμηλο-, ψηλο-τάβανο). Αρχοντικό με ζωγραφιστό/θολωτό/παραδοσιακό/σκαλιστό ~. Ναός με διακοσμημένο/ξυλόγλυπτο ~. Ανεμιστήρας που κρεμιέται από το ~. Στάζει το ~. Βλ. δάπεδο, πάτωμα, στέγη, ταράτσα, ψευδοροφή.2. (μτφ.) ανώτατη τιμή, όριο: Πιάσαμε ~ (πβ. κορυφή. ΑΝΤ. πάτος). Η ανεργία έχει χτυπήσει ~ (= έχει ανέβει στα ύψη).|| ~ στις αμοιβές των ... (πβ. πλαφόν). ● ΦΡ.: ίσα με/ίσαμε/μέχρι/ως το ταβάνι (μτφ.-εμφατ.): για σωρό από πράγματα ή για άτομο με ύψος μεγαλύτερο από το σύνηθες: Η στοίβα με τα άπλυτα έφτανε ~ ~ (= βουνό τα άπλυτα).|| Είναι ψηλός ~ ~ (πβ. ντερέκι)., να πέσει το ταβάνι να με πλακώσει (μτφ.-εμφατ.): ως όρκος ή κατάρα: Αν λέω ψέματα, ~ ~!, πετάγομαι/πηδώ/τινάζομαι μέχρι το ταβάνι/στον αέρα (μτφ.-εμφατ.): αιφνιδιάζομαι, δυσάρεστα ή ευχάριστα: Πήδηξε ~ ~ από τον πόνο. Η χαρά του ήταν τέτοια που τινάχτηκε ~ ~. [< τουρκ. tavan]
δάπεδο
δάπεδο δά-πε-δο ουσ. (ουδ.) {δαπέδ-ου}: η κάτω επίπεδη επιφάνεια στεγασμένου ή υπαίθριου χώρου, που έχει επιστρωθεί με ορισμένο υλικό και συνεκδ. η ίδια η επίστρωση: ανυψωμένο/κεκλιμένο/οριζόντιο/πλακόστρωτο/προστατευτικό ~. Πλακάκια ~ου. Επένδυση/θέρμανση/ψύξη ~ου. Ηχείο/φωτιστικό ~ου (= επιδαπέδιο· βλ. επιτραπέζιος).|| Αντικραδασμικό/αντιολισθητικό/βιομηχανικό/μαρμάρινο/μωσαϊκό/ξύλινο/πλαστικό/ψηφιδωτό ~. ~α ειδικών απαιτήσεων/υψηλής αντοχής.|| ~ οχήματος. Βλ. ψευδο~. ΣΥΝ. πάτωμα (1) ΑΝΤ. ταβάνι (1) ● ΦΡ.: επίπεδο-δάπεδο βλ. επίπεδο [< αρχ. δάπεδον]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.