Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ταγέρ τα-γέρ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & ταγιέρ: γυναικείο σύνολο με φούστα και σακάκι από το ίδιο ύφασμα: βραδινό/κλασικό/κομψό/σκούρο ~. Στο γραφείο συνηθίζει να φοράει ~.|| ~ με παντελόνι. Βλ. κοστούμι. ● Υποκ.: ταγεράκι (το) [< γαλλ. tailleur]

κοστούμι

κοστούμι βλ. κουστούμι

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.