Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ταγιάρω τα-γιά-ρω ρ. (μτβ.) {συνήθ. στη μτχ. ταγιαρι-σμένος} 1. κατεργάζομαι συνήθ. πολύτιμους και ημιπολύτιμους λίθους ή κρύσταλλα, ώστε να πάρουν πολυεδρικό σχήμα: ~σμένος: όνυχας. ~σμένη: πέτρα. ~σμένο: γυαλί/κρύσταλλο. 2. διακοσμώ κρυστάλλινη συνήθ. επιφάνεια με σχέδια, χαράσσοντάς την με αιχμηρό αντικείμενο: ~σμένο: φωτιστικό. [< βεν. tagiar, ιταλ. tagliare]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.