Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 4 εγγραφές  [0-4]


  • ταμπόν τα-μπόν ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. ΙΑΤΡ. γάζα ειδικού σχήματος που χρησιμοποιείται για τη συγκράτηση της ροής αίματος· ειδικότ. πεπιεσμένο βαμβάκι σε σχήμα μικρού κυλίνδρου που τοποθετείται στον γυναικείο κόλπο κατά την εμμηνόρροια. Βλ. σερβιέτα. 2. μικρό κουτί με ύφασμα εμποτισμένο με μελάνι στο οποίο πιέζεται η σφραγίδα, για να μελανωθεί: μαύρο/μπλε ~. 3. (παλαιότ.) ξύλινο ή μεταλλικό εργαλείο με ειδικό χαρτί (στυπόχαρτο) στη βάση του για την απορρόφηση της μελάνης. [< γαλλ. tampon]
  • ταμπονάρισμα τα-μπο-νά-ρι-σμα ουσ. (ουδ.) (προφ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ταμπονάρω: ~ του λεκέ με χαρτί/του χρώματος με σφουγγάρι. Απαλό/ελαφρύ ~ του προσώπου με πούδρα.|| (ΙΑΤΡ.) ~ της μύτης (πβ. επιπωματισμός). Βλ. -ισμα. [< γαλλ. tamponnage, tamponnement]
  • ταμποναριστός , ή, ό τα-μπο-να-ρι-στός επίθ. (προφ.): που αναφέρεται στο ταμπονάρισμα: ~ή: εφαρμογή (κρέμας προσώπου). Απαλές, ~ές κινήσεις. ● επίρρ.: ταμποναριστά
  • ταμπονάρω τα-μπο-νά-ρω ρ. (μτβ.) {ταμπονάρ-ισα, -ισμένος}: πιέζω ήπια με διαδοχικές και κοφτές κινήσεις, συνήθ. την επιδερμίδα, με απορροφητικό υλικό: ~ετε την πληγή με βαμβάκι/γάζα (: για να καθαρίσει ή/και να σταματήσει την αιμορραγία).|| ~ουμε με σφουγγαράκι το προϊόν κάτω από τα μάτια. ~ετε το πρόσωπο με την πούδρα.|| ~ετε (= σκουπίζετε, στεγνώνετε) τα μαλλιά με μια πετσέτα. ~ισμένα: μαλλιά. [< γαλλ. tamponner]

Καμουφλάρω

Καμουφλάρω

(προφ.): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων από ρήματα∙ δηλώνει ενέργεια ή το αποτέλεσμά της: αμπαλάρ~ (αμπαλάρω, βλ. αμπαλάζ)/καμουφλάρ~ (καμουφλάρω, βλ. καμουφλάζ)/ρετουσάρ~ (ρετουσάρω, βλ. ρετούς)/φρενάρ~ (φρενάρω).|| Κατρακύλ~ (κατρακυλώ).

σερβιέτα

σερβιέτασερ-βιέ-τα ουσ. (θηλ.): προϊόν από λεπτό και απαλό απορροφητικό υλικό, συνήθ. βαμβάκι, που τοποθετούν εσωτερικά οι γυναίκες στο εσώρουχό τους κατά τη διάρκεια της εμμηνόρροιας: ~ες υγείας/υγιεινής. Υποαλλεργικές ~ες με/χωρίς φτερά (: αυτοκόλλητες προεξοχές). Αλλάζω/βάζω/φοράω/χρησιμοποιώ ~. Βλ. ταμπόν.|| (κατ' επέκτ.) ~ες ακράτειας/λοχείας. Πβ. πάνα. [< γαλλ. serviette]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.