Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ταπεινότητα τα-πει-νό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. μετριοφροσύνη, σεμνότητα: αίσθημα ~ας και ευθύνης. Χρειάζεται μέτρο και ~. Μίλησε με ~ και σεβασμό, χωρίς υπερβολές.|| Η ~ των καθημερινών ανθρώπων. Πβ. απλότητα, ταπεινοφροσύνη. ΣΥΝ. ταπεινοσύνη ΑΝΤ. αλαζονεία, έπαρση (1), υπεροψία 2. αθλιότητα, ευτέλεια: η ~ των κινήτρων του. Βλ. -ότητα. ΑΝΤ. ανωτερότητα (2) ● ΦΡ.: η ταπεινότητά μου: ως έκφραση μετριοφροσύνης, κυρ. ιερωμένων: ~ ~ (= ελαχιστότητα, μετριότητα) θεωρεί σωστή την άποψή σας.|| (ειρων.) Έχω την αίσθηση ότι ~ ~ μπορεί να βοηθήσει. [< αρχ. ταπεινότης]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.