ταπεινότητα τα-πει-νό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. μετριοφροσύνη, σεμνότητα: αίσθημα ~ας και ευθύνης. Χρειάζεται μέτρο και ~. Μίλησε με ~ και σεβασμό, χωρίς υπερβολές.|| Η ~ των καθημερινών ανθρώπων. Πβ. απλότητα, ταπεινοφροσύνη. ΣΥΝ. ταπεινοσύνη ΑΝΤ. αλαζονεία, έπαρση (1), υπεροψία 2. αθλιότητα, ευτέλεια: η ~ των κινήτρων του. Βλ. -ότητα. ΑΝΤ. ανωτερότητα (2) ● ΦΡ.: η ταπεινότητά μου: ως έκφραση μετριοφροσύνης, κυρ. ιερωμένων: ~ ~ (= ελαχιστότητα, μετριότητα) θεωρεί σωστή την άποψή σας.|| (ειρων.) Έχω την αίσθηση ότι ~ ~ μπορεί να βοηθήσει. [< αρχ. ταπεινότης]
-ότητα
-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη).2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.