Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ταράτσα τα-ρά-τσα ουσ. (θηλ.): η άνω επίπεδη, ανοιχτή επιφάνεια κτίσματος που περιβάλλεται από κάγκελα ή τοιχίο: τοποθέτηση κεραίας στην ~. Απλώνει τα ρούχα στην ~. Πάρτι στην ~ του ξενοδοχείου (πβ. ρουφ γκάρντεν). Πράσινες ~ες (= ταρατσόκηποι). Πβ. δώμα. Βλ. στέγη.|| ~ με θέα τη θάλασσα/με πισίνα (πβ. βεράντα). Πβ. λιακό, λιακωτό. ● Υποκ.: ταρατσάκι (το), ταρατσούλα (η) ● ΦΡ.: την κάνω ταράτσα & την ταρατσώνω (προφ.): τρώω πολύ, μέχρι σκασμού: Την έκανε ~ (= την τύλωσε γερά/καλά) κι έπεσε για ύπνο. ΣΥΝ. την κάνω τέζα [< βεν. terazza < γαλλ. terrasse]

στέγη

στέγη στέ-γη ουσ. (θηλ.) 1. κατασκευή που καλύπτει ένα κτίσμα στο πάνω μέρος του, προστατεύοντάς το από τις εξωτερικές συνθήκες: αεριζόμενη/ασφαλής/γυάλινη/δίριχτη/επικλινής/επίπεδη (βλ. ταράτσα)/ετοιμόρροπη/θολωτή/μεταλλική/ξύλινη ~. (ΟΙΚΟΛ.) Πράσινη ~ (= ταρατσόκηπος). ~ από λαμαρίνα/από πέτρα/με κεραμίδια. ~ με σοφίτα. Κλιμακωτές ~ες. Η ~ της αποθήκης/της οικοδομής/του σπιτιού (βλ. οροφή, ταβάνι). Αποκατάσταση/επισκευή/κατασκευή/(θερμο)μόνωση/στεγανοποίηση ~ης. Εργασίες/πρόσβαση στη ~. Ανεβαίνω στη ~. Η ~ κατέπεσε/κατέρρευσε. Η ~ μπάζει νερά. Βλ. πρόστεγο. ΣΥΝ. σκεπή 2. (συνεκδ.) σπίτι, κατοικία ή χώρος εργασίας και γενικότ. ένταξης και δράσης: επιχειρηματική/θεατρική (: το θέατρο και κατ΄επέκτ. ο θίασος)/ιδιόκτητη/κομματική/μουσική/πατρική (= το πατρικό)/ποδοσφαιρική/πολιτιστική/σχολική/φοιτητική (: γκαρσονιέρες, δυάρια)/φτηνή ~. Επίδομα/πρόβλημα ~ης. Αγορά/ανέγερση/έλλειψη/εξασφάλιση/εύρεση/παροχή ~ης. Δικαίωμα για αξιοπρεπή ~. Έμεινε χωρίς ~ (βλ. άστεγος). Ο σύλλογος απέκτησε τη δική του ~. Μονάδες φιλοξενίας για οικονομικούς μετανάστες προσφέρουν ~ (πβ. διαμονή, κατάλυμα· βλ. άσυλο, καταφύγιο).|| (στην επωνυμία εταιρειών, ιδρυμάτων, συλλόγων:) Παιδική/Φιλολογική ~. ~ Ανηλίκων/Αστέγων/Ηλικιωμένων/Κακοποιημένης Γυναίκας/Πολιτισμού. ● ΣΥΜΠΛ.: επαγγελματική στέγη: χώρος κατάλληλος για την άσκηση ελεύθερου επαγγέλματος: μόνιμη ~ ~. Αναζήτηση/δάνειο/ενοικίαση/μεταφορά ~ής ~ης. Μετατροπή κατοικίας σε ~ ~. Βλ. έδρα., πολιτική στέγη: (για πολιτική οργάνωση ή κόμμα) χώρος πολιτικής ένταξης και δράσης: αναζήτηση νέας ~ής ~ης (: κατόπιν διαγραφής από κάποιο κόμμα). Δεν μπόρεσαν να συνυπάρξουν υπό κοινή ~ ~., συζυγική στέγη: ΝΟΜ. η κατοικία του παντρεμένου ζευγαριού: εγκατάλειψη ~ής ~ης. Αποχώρησε/έφυγε από τη ~ ~. Επέστρεψε στη ~ ~., εναλλακτική στέγη βλ. εναλλακτικός, οικογενειακή εστία/στέγη βλ. οικογενειακός ● ΦΡ.: (ζουν) κάτω από την ίδια στέγη: για άτομα που μένουν στο ίδιο σπίτι: Έχουν πάρει διαζύγιο, αλλά εξακολουθούν και ζουν ~ ~.|| (μτφ.) ~ ~ οι δυο γνωστοί ηθοποιοί/τραγουδιστές και τη φετινή σεζόν. [< αρχ. στέγη, γαλλ. toit, maison]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.