ταράτσα τα-ρά-τσα ουσ. (θηλ.): η άνω επίπεδη, ανοιχτή επιφάνεια κτίσματος που περιβάλλεται από κάγκελα ή τοιχίο: τοποθέτηση κεραίας στην ~. Απλώνει τα ρούχα στην ~. Πάρτι στην ~ του ξενοδοχείου (πβ. ρουφ γκάρντεν). Πράσινες ~ες (= ταρατσόκηποι). Πβ. δώμα. Βλ. στέγη.|| ~ με θέα τη θάλασσα/με πισίνα (πβ. βεράντα). Πβ. λιακό, λιακωτό. ● Υποκ.: ταρατσάκι (το), ταρατσούλα (η) ● ΦΡ.: την κάνω ταράτσα & την ταρατσώνω (προφ.): τρώω πολύ, μέχρι σκασμού: Την έκανε ~ (= την τύλωσε γερά/καλά) κι έπεσε για ύπνο. ΣΥΝ. την κάνω τέζα [< βεν. terazza < γαλλ. terrasse]
στέγη
στέγη στέ-γη ουσ. (θηλ.) 1. κατασκευή που καλύπτει ένα κτίσμα στο πάνω μέρος του, προστατεύοντάς το από τις εξωτερικές συνθήκες: αεριζόμενη/ασφαλής/γυάλινη/δίριχτη/επικλινής/επίπεδη (βλ. ταράτσα)/ετοιμόρροπη/θολωτή/μεταλλική/ξύλινη ~. (ΟΙΚΟΛ.) Πράσινη ~ (= ταρατσόκηπος). ~ από λαμαρίνα/από πέτρα/με κεραμίδια. ~ με σοφίτα. Κλιμακωτές ~ες. Η ~ της αποθήκης/της οικοδομής/του σπιτιού (βλ. οροφή, ταβάνι). Αποκατάσταση/επισκευή/κατασκευή/(θερμο)μόνωση/στεγανοποίηση ~ης. Εργασίες/πρόσβαση στη ~. Ανεβαίνω στη ~. Η ~ κατέπεσε/κατέρρευσε. Η ~ μπάζει νερά. Βλ. πρόστεγο. ΣΥΝ. σκεπή 2. (συνεκδ.) σπίτι, κατοικία ή χώρος εργασίας και γενικότ. ένταξης και δράσης: επιχειρηματική/θεατρική (: το θέατρο και κατ΄επέκτ. ο θίασος)/ιδιόκτητη/κομματική/μουσική/πατρική (= το πατρικό)/ποδοσφαιρική/πολιτιστική/σχολική/φοιτητική (: γκαρσονιέρες, δυάρια)/φτηνή ~. Επίδομα/πρόβλημα ~ης. Αγορά/ανέγερση/έλλειψη/εξασφάλιση/εύρεση/παροχή ~ης. Δικαίωμα για αξιοπρεπή ~. Έμεινε χωρίς ~ (βλ. άστεγος). Ο σύλλογος απέκτησε τη δική του ~. Μονάδες φιλοξενίας για οικονομικούς μετανάστες προσφέρουν ~ (πβ. διαμονή, κατάλυμα· βλ. άσυλο, καταφύγιο).|| (στην επωνυμία εταιρειών, ιδρυμάτων, συλλόγων:) Παιδική/Φιλολογική ~. ~ Ανηλίκων/Αστέγων/Ηλικιωμένων/Κακοποιημένης Γυναίκας/Πολιτισμού. ● ΣΥΜΠΛ.: επαγγελματική στέγη: χώρος κατάλληλος για την άσκηση ελεύθερου επαγγέλματος: μόνιμη ~ ~. Αναζήτηση/δάνειο/ενοικίαση/μεταφορά ~ής ~ης. Μετατροπή κατοικίας σε ~ ~. Βλ. έδρα., πολιτική στέγη: (για πολιτική οργάνωση ή κόμμα) χώρος πολιτικής ένταξης και δράσης: αναζήτηση νέας ~ής ~ης (: κατόπιν διαγραφής από κάποιο κόμμα). Δεν μπόρεσαν να συνυπάρξουν υπό κοινή ~ ~., συζυγική στέγη: ΝΟΜ. η κατοικία του παντρεμένου ζευγαριού: εγκατάλειψη ~ής ~ης. Αποχώρησε/έφυγε από τη ~ ~. Επέστρεψε στη ~ ~., εναλλακτική στέγη βλ. εναλλακτικός, οικογενειακή εστία/στέγη βλ. οικογενειακός ● ΦΡ.: (ζουν) κάτω από την ίδια στέγη: για άτομα που μένουν στο ίδιο σπίτι: Έχουν πάρει διαζύγιο, αλλά εξακολουθούν και ζουν ~ ~.|| (μτφ.) ~ ~ οι δυο γνωστοί ηθοποιοί/τραγουδιστές και τη φετινή σεζόν. [< αρχ. στέγη, γαλλ. toit, maison]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.