ταραμάς τα-ρα-μάς ουσ. (αρσ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. πολτός από αβγά ψαριού, κυρ. κυπρίνου, βασικό συστατικό της ταραμοσαλάτας· συνεκδ. η συγκεκριμένη σαλάτα ως ορεκτικό: κόκκινος ~ (βλ. χαβιάρι). Άσπρος ~, ανώτερης ποιότητας.|| Σαρακοστιανά πιάτα με χταπόδι και ~ά. Βλ. αβγοτάραχο.2. (μειωτ.) βλάκας. ● ΦΡ.: μασάει η κατσίκα ταραμά; (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος δεν μπορεί να ξεγελαστεί, να πέσει θύμα παραπλάνησης. Πβ. τρώω/μασάω κουτόχορτο. [< τουρκ. tarama, γαλλ. ~, περ. 1960]
αβγοτάραχο
αβγοτάραχο [ἀβγοτάραχο] α-βγο-τά-ρα-χο ουσ. (ουδ.) & αυγοτάραχο: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. έδεσμα από αβγά ψαριών (κυρ. κεφάλου) αλατισμένα και διατηρημένα σε κέρινο περίβλημα: επεξεργασμένο/νωπό ~. ~ ρέγκας/σολομού/τόνου. ~ από μπακαλιάρο. ~ Μεσολογγίου. Βλ. ταραμάς, χαβιάρι. [< μεσν. αβγοτάραχον]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.