Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • τάρταν τάρ-ταν ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & ταρτάν: χαρακτηριστικό σκωτσέζικο ύφασμα με καρό σχέδια, συνήθ. μάλλινο: κιλτ από ~.|| (ως επίθ.) ~ καμπαρντίνα/φούστα. [< αγγλ. tartan, γαλλ. ~]
  • ταρτάν ταρ-τάν ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΑΘΛ. συνθετικός τάπητας για την επίστρωση στίβου ή άλλης αθλητικής εγκατάστασης· κατ' επέκτ. στίβος: γήπεδο τένις με ~.|| Επιστροφή του κορυφαίου δρομέα στα ~. Βλ. παρκέ. [< αμερικ. εμπορ. ονομασ. Tartan, 1964, γαλλ. ~, πριν από το 1968]

παρκέ

παρκέ παρ-κέ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. πάτωμα από λεπτές σανίδες ξύλου υψηλής ποιότητας, τοποθετημένες σε ορισμένη διάταξη: δρύινο ~. Δωμάτιο με ~. ~ διαρκείας (: που είναι γυαλισμένο μόνιμα). Πβ. παρκέτο.|| (ως επίθ.) ~ δάπεδα. 2. αγωνιστικός χώρος γηπέδου μπάσκετ ή βόλεϊ: Η ομάδα μπήκε στο ~ αποφασισμένη να πάρει την πρόκριση. Πβ. τάραφλεξ, τερέν. Βλ. ταρτάν, τατάμι. ● ΦΡ.: κάνω παρκέ: καθαρίζω και γυαλίζω το ξύλινο πάτωμα με ειδική ουσία. Βλ. παρκετίνη. [< γαλλ. parquet]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.