ταχυδρομείο [ταχυδρομεῖο] τα-χυ-δρο-μεί-ο ουσ. (ουδ.): υπηρεσία που παραλαμβάνει και διανέμει επιστολές και δέματα ή διεκπεραιώνει συγκεκριμένες οικονομικές συναλλαγές· συνεκδ. το κτίριο στο οποίο στεγάζεται ή οτιδήποτε διακινείται μέσω αυτής· η αποστολή τους μέσω της αντίστοιχης υπηρεσίας: συμβατικό ~. Διανομείς/θυρίδα/τέλη ~ου. Γραμματόσημα με σφραγίδα ~ου. Βλ. ΕΛ.ΤΑ.|| Κεντρικό ~. Πώληση ειδών κινητής τηλεφωνίας/συλλεκτικών αντικειμένων στο ~. Παραλαβή γράμματος από το ~. Πληρωμή λογαριασμού στο ~. Μεταφορά χρημάτων μέσω ~ου (βλ. ταχυδρομική επιταγή).|| (επίσ.) Διαφημιστικό/διασυνοριακό/επιστολικό ~. Επείγον ~. Παράδοση ~ου.|| Στέλνω το βιβλίο με απλό/ιδιωτικό/συστημένο ~ (βλ. κούριερ). ● ΣΥΜΠΛ.: ηλεκτρονικό ταχυδρομείο: ΔΙΑΔΙΚΤ. σύστημα επικοινωνίας μέσω ανταλλαγής ηλεκτρονικών μηνυμάτων: ασφαλές ~ ~. Κεντρικός διακομιστής ~ού ~ου (= σέρβερ). Λογαριασμός/προστασία/χρήστης ~ού ~ου. Πβ. ηλεκτρονική αλληλογραφία. [< αγγλ. electronic mail, email, 1979] , πνευματικό/σωληνωτό ταχυδρομείο: ΤΕΧΝΟΛ. σύστημα διακίνησης εγγράφων και αντικειμένων εντός κτιρίου ή μεταξύ κτιρίων μέσω δικτύου σωληνώσεων., υβριδικό ταχυδρομείο: ΔΙΑΔΙΚΤ. ηλεκτρονική αποστολή εγγράφων σε ταχυδρομική υπηρεσία, για να τα προωθήσει σε συγκεκριμένους παραλήπτες. [< αγγλ. hybrid mail] , φωνητικό ταχυδρομείο & (σπάν.) ταχυδρομείο φωνής: ΤΗΛΕΠ. υπηρεσία για την αποθήκευση τηλεφωνικών μηνυμάτων σε θυρίδα του χρήστη: εκτροπή/προώθηση κλήσης στο ~ ~. Πρόσβαση στο ~ ~ μέσω υπολογιστή. Πβ. προσωπικός τηλεφωνητής. [< αγγλ. voice mail, 1980, voice messaging, 1981] [< γερμ. Post, γαλλ. poste]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.