Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ταχυδρόμος τα-χυ-δρό-μος ουσ. (αρσ. + θηλ.): υπάλληλος του ταχυδρομείου που κάνει διανομή της αλληλογραφίας και παράδοση μικρών δεμάτων, ταχυδρομικός διανομέας· κατ' επέκτ. αυτός που μεταφέρει μηνύματα ή αντικείμενα σε κάποιον εκ μέρους άλλου: η τσάντα του ~ου. Βλ. γραμματοκομιστής, -δρόμος. [< μτγν. ταχυδρόμος ‘που τρέχει γρήγορα, γραμματοκομιστής’]

γραμματοκομιστής

γραμματοκομιστής γραμ-μα-το-κο-μι-στής ουσ. (αρσ.) (λόγ.): (μτφ.-ειρων.) πρόσωπο που γνωστοποιεί τις αξιώσεις, εντολές, επιθυμίες τρίτων, συνήθ. ανωτέρων: ~ των κυβερνητικών εντολών. Δεν πρόκειται να γίνει ~ των αιτημάτων τους. Βλ. εντεταλμένος, εντολοδόχος. [< μτγν. γραμματοκομιστής]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.