ταψί τα-ψί ουσ. (ουδ.): πλατύ, ορθογώνιο ή στρογγυλό μαγειρικό σκεύος με μικρό συνήθ. βάθος, για ψήσιμο στον φούρνο· συνεκδ. το περιεχόμενό του: κεραμικό/μεταλλικό ~. ~ (από) πυρέξ. Αλείφω το ~ με βούτυρο/λάδι.|| (εμφατ.) Έφαγε ένα ~ μουσακά! ● Υποκ.: ταψάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: γλυκά (του) ταψιού βλ. γλυκό ● ΦΡ.: χορεύω (κάποιον) στο ταψί/κάνω (κάποιον) να χορέψει στο ταψί (προφ.): τον ταλαιπωρώ, συνήθ. για να τον τιμωρήσω ή να τον υποχρεώσω να κάνει κάτι, του κάνω τη ζωή δύσκολη. Πβ. βγάζω σε κάποιον το λάδι, του έψησε/έχει ψήσει το ψάρι στα χείλη, τσιγαρ-, τσιτσιρ-, τσουρουφλ-ίζω. [< μεσν. ταψί < τουρκ. tepsi]
γλυκό
γλυκό γλυ-κό ουσ. (ουδ.) {συνηθέστ. στον πληθ.}: ΖΑΧΑΡ. παρασκεύασμα με φυσική ή/και συνθετική γλυκαντική ουσία: παραδοσιακά/σοκολατένια/σπιτικά/τοπικά/χειροποίητα ~ά. Αγαπημένο/νόστιμο ~. ~ά (του) ψυγείου. ~ με αγνά υλικά/καρύδια/μέλι/φρούτα. ~ για/ως επιδόρπιο. Κουταλάκι/πιατάκι του ~ού. Συνταγές/φύλλο κρούστας για ~ά. Κουτί (με) ~ά. Δένει/κρυώνει το ~. Ψήνω το ~. Δοκιμάζω/κερνώ/προσφέρω/τρατάρω (ένα) ~. ~ά και αρτοσκευάσματα. Κάνει/φτιάχνει ωραία ~ά. Το ~ με λίγωσε. Τα ~ά παχαίνουν. Πβ. γλύκισμα. Βλ. αμυγδαλωτό, κέικ, πάστα, τούρτα. ● Υποκ.: γλυκάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: γλυκά (του) ταψιού: σιροπιαστά, συνήθ. με φύλλο, που ψήνονται στον φούρνο. Βλ. γαλακτομπούρεκο, καζάν ντιπί, κανταΐφι, μπακλαβάς, ραβανί, σαραγλί., γλυκό του κουταλιού: γλύκισμα από φρούτα και σπανιότ. άνθη ή λαχανικά, που έχουν βράσει με ζάχαρη και έχουν σιροπιάσει, το οποίο σερβίρεται με μικρό κουτάλι σε πιατάκι: ~ ~ βύσσινο/κεράσι/κυδώνι/περγαμόντο/σύκο/τριαντάφυλλο. Βλ. νεραντζάκι. ● ΦΡ.: ήρθε κι έδεσε (το γλυκό)/δένει το γλυκό βλ. έρχομαι [< μεσν. γλυκός]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.