ταύτα [ταῦτα] ταύ-τα δεικτ. αντων. {τούτων} (λόγ.): αυτά. Κυρ. στις ● ΦΡ.: διά ταύτα: γι' αυτούς τους λόγους, γι' αυτό: ~ ~, η Βουλή αποφασίζει ... (ΝΟΜ.) Τα στοιχεία είναι συντριπτικά, ~ ~, το δικαστήριο κρίνει ένοχο τον κατηγορούμενο (βλ. διατακτικό)., κατά ταύτα: σύμφωνα με όσα έχουν προαναφερθεί: Τα μέτρα αποσκοπούν, ~ ~, στην ..., μετά ταύτα: ύστερα από αυτά: Οι αντιδράσεις ήταν μαζικές. ~ ~ (= κατόπιν αυτού/τούτου), εκδόθηκε νέο διάταγμα., το διά ταύτα: το συμπέρασμα, οι διαπιστώσεις: Για να καταλήξουμε/πάμε/περάσουμε στο ~ ~ της υπόθεσης ... Προχωρώντας στο ~ ~, προτείνω ... Και έρχομαι στο ~ ~. Πβ. προκείμενο., παρ' όλα/παρόλα αυτά βλ. παρόλο [< αρχ. ταῦτα]
ταυτάριθμος , ος/η, ο ταυ-τά-ριθ-μος επίθ.: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. (για επίσημο έγγραφο ή απόφαση) που έχει τον ίδιο αριθμό με προηγούμενο· ειδικότ. που παίρνει τον ίδιο αριθμό πρωτοκόλλου με το έγγραφο κοινοποίησης: αντίγραφο, ~ο με το πρωτότυπο.|| ~η: εγκύκλιος. ~ο: πρακτικό συνεδρίασης.|| (ως ουσ.) Το ~ο της υπογραφείσας σύμβασης.
παρόλο
παρόλο πα-ρό-λο σύνδ. & (λόγ.) παρ' όλο(ν): μολονότι· παρά το (γεγονός) ότι· αν και: ~ που θέλω, δεν μπορώ να έρθω. ~ ότι προσπάθησα, δεν τα κατάφερα. Πβ. παρότι. ● ΦΡ.: παρ' όλα/παρόλα αυτά & (λόγ.) παρά ταύτα & παραταύτα: για να δηλωθεί αντίθεση προς τα προηγούμενα: Γνώριζαν το πρόβλημα. ~ ~, δεν περίμεναν τέτοια εξέλιξη. Πβ. εντούτοις, μολαταύτα. [< γαλλ. malgré tout]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.