Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • τεκμαίρεται τεκ-μαί-ρε-ται ρ. (αμτβ.) {τεκμαιρ-όμενος} (επίσ.): βγαίνει το συμπέρασμα βάσει στοιχείων, αποδεικνύεται: Όπως ~ από τα δεδομένα/την έρευνα/τα ευρήματα ... (ΝΟΜ.) Με την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας, ~ η αποδοχή του αιτήματος. ● ΣΥΜΠΛ.: τεκμαιρόμενη μητέρα βλ. μητέρα [< αρχ. τεκμαίρομαι]

μητέρα

μητέρα μη-τέ-ρα ουσ. (θηλ.) & (αρχαιοπρ.) μήτηρ {μητρ-ός} 1. γυναίκα που έχει γεννήσει ή υιοθετήσει παιδί ή παιδιά: άγαμη/ανύπαντρη/θετή/θηλάζουσα/εργαζόμενη/μέλλουσα/πολύτεκνη/στοργική/χωρισμένη ~. ~ ανήλικων παιδιών/διδύμων. Το γάλα της ~ας. Η γιορτή της ~ας. Ο δεσμός/η σχέση ~ας-γιου/κόρης. Ορφανός από ~. Αδέρφια από την ίδια ~ (= ομομήτρια). Η ~ του γαμπρού/της νύφης. Ονοματεπώνυμο ~ας/~ός. Ωράριο ~ων. Έγινε ~ σε ηλικία είκοσι ετών. Την έχω σαν (δεύτερη) ~ μου. Η ~ της ~ας μου (= γιαγιά). Πβ. μαμά, μάνα.|| (ως προσφών. σε πεθερά) ~, τι να σας φέρω;|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Η ~ του Θεού/Χριστού (: η Παναγία).|| Η ~ των θεών (: διαφορετική για κάθε πολυθεϊστική θρησκεία, π.χ. στην ελληνική μυθολογία η Ρέα). Βλ. πατέρας. 2. θηλυκό ζώο που έχει γεννήσει. 3. (μτφ.) πηγή δημιουργίας, προέλευσης, γενεσιουργός παράγοντας: η ~ γη/φύση. Η αδικία είναι η ~ της βίας. ● Υποκ.: μητερούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: βιολογική μητέρα 1. η γυναίκα που δανείζει τη μήτρα της και γεννά το εμφυτευμένο έμβρυο. 2. εκείνη που γέννησε ένα παιδί, συνήθ. σε αντίθεση με εκείνη που το μεγάλωσε. ΣΥΝ. φυσική. ΑΝΤ. θετή., κοινωνική μητέρα: αυτή που ανατρέφει το παιδί., μητέρα (όλων) των μαχών (μτφ.): η καθοριστική, σημαντικότερη μάχη: Ο αποψινός αγώνας αποτελεί τη ~ ~ για την εθνική μας ομάδα. Η ~ ~ θα κρίνει τον πρωταθλητή., μητέρα γλώσσα: ΓΛΩΣΣ. αυτή από την οποία προήλθαν εξελικτικά άλλες γλώσσες, η κοινή γλωσσική τους πρόγονος: αναγωγή των ευρωπαϊκών γλωσσών σε μια κοινή ~ ~., παρένθετη/φέρουσα/υποκατάστατη μητέρα: αυτή που κυοφορεί γονιμοποιημένο ωάριο άλλης γυναίκας ή γενικότ. γυναίκα που κυοφορεί έμβρυο, το οποίο, όταν γεννήσει, δεν θα το αναθρέψει η ίδια. Βλ. παρένθετη μητρότητα. [< αγγλ. surrogate mother, 1978, γαλλ. mère porteuse/d’emprunt/de substitution, 1984] , πνευματική μητέρα: η νονά· η Εκκλησία ή η Παναγία., τεκμαιρόμενη μητέρα: αυτή που αποκτά παιδί μέσω παρένθετης μητέρας., φυσική μητέρα: εκείνη που κυοφορεί και γεννά το έμβρυο., η μαμά/η μητέρα πατρίδα βλ. μαμά ● ΦΡ.: αργία μήτηρ πάσης κακίας βλ. αργία, η επανάληψη είναι μητέρα της μάθησης/μαθήσεως βλ. μάθηση [< μεσν. μητέρα < αρχ. μήτηρ]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.