τελειότητα τε-λει-ό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): έλλειψη ατελειών και σφαλμάτων, αρτιότητα, πληρότητα: αισθητική/ηθική ~ (πβ. ολοκλήρωση, τελείωση). Κατασκευαστική/σχεδιαστική/τεχνική ~. Εμμονή με την ~ (πβ. τελειομανία). Δημιούργημα που πλησιάζει/προσεγγίζει την ~. Η ~ της φύσης (πβ. αρμονία). Βλ. ακεραιότητα, -ότητα. [< αρχ. τελειότης]
ακεραιότητα
ακεραιότητα [ἀκεραιότητα] α-κε-ραι-ό-τη-τα ουσ. (θηλ.) 1. διατήρηση της ολότητας, της πληρότητας: δομική ~ κατασκευής/κτιρίου. ~ λέξεων (ΑΝΤ. βραχυγραφία). ~ αρχειακού υλικού. Πβ. αρτιότητα.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ αναφοράς. Προστασία της ~ας δεδομένων (: από σβήσιμο ή αλλοίωση). Δεν διασφαλίζεται η ~ του μηνύματος.2. (μτφ.) εντιμότητα, χρηστότητα: Διακρίνεται για την ~ά του. Βλ. -ότητα. ΣΥΝ. ηθικότητα, τιμιότητα ● ΣΥΜΠΛ.: εδαφική ακεραιότητα: ΝΟΜ.-ΠΟΛΙΤ. το δικαίωμα κάθε κράτους να είναι ανεξάρτητο, ασκώντας κυριαρχικά δικαιώματα στα εδάφη του: διαφύλαξη/παραβίαση/υπεράσπιση της ~ής ~ας. Απειλώ/προασπίζομαι/σέβομαι την ~ ~ μιας χώρας. [< γαλλ. intégrité de territoire, γερμ. territoriale Integrität] , σωματική ακεραιότητα: ΝΟΜ. το δικαίωμα κάθε πολίτη να μη βλάπτεται σωματικά: απειλή/προσβολή/προστασία/σεβασμός της ~ής ~ας. Το έννομο αγαθό της ~ής ~ας. Έγκλημα κατά της ζωής ή της ~ής ~ας. Θέτω σε κίνδυνο τη ~ ~ κάποιου. Κινδυνεύει η ~ ~ά μου. Πβ. αρτιμέλεια. [< γαλλ. intégrité physique, αγγλ. physical integrity] ● ΦΡ.: ακεραιότητα (του) χαρακτήρα: για έντιμο, ενάρετο, συνήθ. δημόσιο πρόσωπο: Τον εκτιμούν για την ~ ~ του, την υπευθυνότητα και την ευθυκρισία του. [< μτγν. ἀκεραιότης, γαλλ. intégrité]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.