Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • τελειότητα τε-λει-ό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): έλλειψη ατελειών και σφαλμάτων, αρτιότητα, πληρότητα: αισθητική/ηθική ~ (πβ. ολοκλήρωση, τελείωση). Κατασκευαστική/σχεδιαστική/τεχνική ~. Εμμονή με την ~ (πβ. τελειομανία). Δημιούργημα που πλησιάζει/προσεγγίζει την ~. Η ~ της φύσης (πβ. αρμονία). Βλ. ακεραιότητα, -ότητα. [< αρχ. τελειότης]

ακεραιότητα

ακεραιότητα [ἀκεραιότητα] α-κε-ραι-ό-τη-τα ουσ. (θηλ.) 1. διατήρηση της ολότητας, της πληρότητας: δομική ~ κατασκευής/κτιρίου. ~ λέξεων (ΑΝΤ. βραχυγραφία). ~ αρχειακού υλικού. Πβ. αρτιότητα.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ αναφοράς. Προστασία της ~ας δεδομένων (: από σβήσιμο ή αλλοίωση). Δεν διασφαλίζεται η ~ του μηνύματος. 2. (μτφ.) εντιμότητα, χρηστότητα: Διακρίνεται για την ~ά του. Βλ. -ότητα. ΣΥΝ. ηθικότητα, τιμιότητα ● ΣΥΜΠΛ.: εδαφική ακεραιότητα: ΝΟΜ.-ΠΟΛΙΤ. το δικαίωμα κάθε κράτους να είναι ανεξάρτητο, ασκώντας κυριαρχικά δικαιώματα στα εδάφη του: διαφύλαξη/παραβίαση/υπεράσπιση της ~ής ~ας. Απειλώ/προασπίζομαι/σέβομαι την ~ ~ μιας χώρας. [< γαλλ. intégrité de territoire, γερμ. territoriale Integrität] , σωματική ακεραιότητα: ΝΟΜ. το δικαίωμα κάθε πολίτη να μη βλάπτεται σωματικά: απειλή/προσβολή/προστασία/σεβασμός της ~ής ~ας. Το έννομο αγαθό της ~ής ~ας. Έγκλημα κατά της ζωής ή της ~ής ~ας. Θέτω σε κίνδυνο τη ~ ~ κάποιου. Κινδυνεύει η ~ ~ά μου. Πβ. αρτιμέλεια. [< γαλλ. intégrité physique, αγγλ. physical integrity] ● ΦΡ.: ακεραιότητα (του) χαρακτήρα: για έντιμο, ενάρετο, συνήθ. δημόσιο πρόσωπο: Τον εκτιμούν για την ~ ~ του, την υπευθυνότητα και την ευθυκρισία του. [< μτγν. ἀκεραιότης, γαλλ. intégrité]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.