Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • τελειώνω τε-λει-ώ-νω κ. (συνηθέστ. προφ.) τε-λειώ-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {τελείω-σα κ. (συνηθέστ. προφ.) τέλειω-σα, τελειώ-σει, -μένος, τελειών-οντας} 1. καταλήγω, σταματώ, φτάνω σε σημείο μετά από το οποίο δεν υπάρχει συνέχεια: Το κεφάλαιο ~ει στη σελίδα ... Στα πενήντα μέτρα ο δρόμος ~ει. Λέξη που ~ει (= λήγει) σε φωνήεν.|| ~ει η άδειά μου/το καλοκαίρι/η μέρα/η προθεσμία/το σχολείο/η χρονιά. Ο εφιάλτης/η κρίση/ο πόλεμος ~σε.|| Τίποτε δεν ~σε ακόμα, υπάρχει ελπίδα. Όλα ~σαν πια (= καταστράφηκαν, χάθηκαν). (απειλητ.) ~σαν αυτά που ήξερες! Πβ. τερματίζω. ΑΝΤ. αρχίζω, ξεκινώ (1) 2. φέρνω σε πέρας, ολοκληρώνω κάτι, φτάνω στο τέλος: ~ ένα βιβλίο/το γράψιμο/την εκπαίδευσή μου (πβ. περατώνω). ~σε το Λύκειο με άριστα/τις σπουδές της. Ποια σχολή έχετε ~σει; Δεν πρόλαβε να ~σει (: συμπληρώσει) τη φράση του και ...|| Η καριέρα του/η παράσταση/το πάρτι/η συνεδρίαση ~σε.|| (προφ.) Εδώ ~ει και η σημερινή εκπομπή. Οι δουλειές δεν ~ουν ποτέ. Άντε, ~ε να φύγουμε! Εμείς οι δυο ~σαμε (: χωρίζουμε). (απειλητ.) Δεν ~σα μαζί σου ακόμα! Πρέπει να ~ουμε (= ξεμπερδεύουμε) μ' αυτή την ιστορία, δεν πάει άλλο. ~οντας, θα ήθελα να τονίσω ...|| (έχω οργασμό) Πβ. εκσπερματώνω, χύνω. ΑΝΤ. αρχίζω 3. καταναλώνω ή εξαντλούμαι: ~σε το φαΐ σου, λίγο έχει μείνει. Πβ. τρώω.|| ~ει όπου να 'ναι το πετρέλαιο. Η μπαταρία ~σε (= αποφορτίστηκε). ~σε το κρασί (= σώθηκε, τέλεψε). Μου ~σε το σαμπουάν. ~σαν τα χρήματά του (: τα ξόδεψε).|| Ο χρόνος σου ~ει (: δεν έχεις άλλα χρονικά περιθώρια). ~σαν οι αντοχές μου. 4. (μτφ.-προφ.) εξουθενώνω, εξοντώνω· πεθαίνω: Κόντεψε να τον ~σει ο πυρετός.|| Τον ~σαν απ' την εταιρεία (= τον απέλυσαν). Πβ. διώχνω, ξαποστέλνω.|| ~σε ως καλλιτέχνης (: δεν έχει μέλλον). Πβ. ξοφλώ.|| ~σε ήρεμα (= έσβησε, ξεψύχησε). ● ΦΡ.: από πού ν' αρχίσω (και πού να τελειώσω) βλ. αρχίζω, έχει πεθάνει/πέθανε/είναι πεθαμένος για μένα βλ. πεθαίνω, τελείωσαν/τέλειωσαν οι μέρες του βλ. μέρα, τέλος/τέρμα/τέλειωσαν τα ψέματα/τ' αστεία/τα παραμύθια! βλ. ψέμα, τέρμα και τελείωσε/τελείωσε/πάει (και) τέλειωσε βλ. τέρμα, ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε βλ. ψεκάζω [< μεσν. τελειώνω]

αρχίζω

αρχίζω [ἀρχίζω] αρ-χί-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {άρχι-σα, αρχίζ-οντας} & (λαϊκό) αρχινίζω & αρχινώ: (μτβ.) κάνω την αρχή σε κάτι: ~ τον αγώνα/το διάβασμα/το ψάξιμο (πβ. βάζω μπροστά, πιάνω). ~σα να βήχω/δουλεύω. ~σε τη δημοσιογραφική του καριέρα στο αθλητικό ρεπορτάζ. ~σε κιθάρα/πιάνο πολύ μικρός (ενν. να μαθαίνει). Μην ~εις πάλι τα ίδια! ~οντας από το μηδέν. ΣΥΝ. ξεκινώ (1) ΑΝΤ. σταματώ (1), τελειώνω (2) ● αρχίζει (αμτβ.): κάνει ξεκίνημα, λαμβάνει χώρα για πρώτη φορά: Η εξεταστική ~ τον Ιανουάριο. Η εκδήλωση θα αρχίσει με μια σύντομη ομιλία. Το παιχνίδι μόλις ~σε.|| ~σε να βρέχει/φυσάει.|| (προφ.) Τώρα ~ουν τα δύσκολα! ● ΦΡ.: από πού ν' αρχίσω (και πού να τελειώσω): όταν κάποιος έχει πολλά και συνήθ. συναρπαστικά ή συνταρακτικά να αφηγηθεί: Έγιναν τόσα, που δεν ξέρω ~ ~!, τον άρχισα σε ... (προφ.): ξεκίνησα να του κάνω κάτι: ~ ~σε στην γκρίνια/στο δούλεμα/στις καρπαζιές., αρχίζει τα νούμερα/κάνει νούμερα βλ. νούμερο, αρχίζω κάτι καλά βλ. καλά, άρχισαν τα όργανα βλ. όργανο [< μεσν. αρχίζω]

μέρα

μέρα μέ-ρα ουσ. (θηλ.) {μερών} (προφ.) : ημέρα. ● Υποκ.: μερούλες (οι) {σπάν. στον εν. μερούλα} (προφ.): για να δηλωθεί σύντομο χρονικό διάστημα, μικρή διάρκεια: Κάνε αίτηση και σε δυο/λίγες ~ (το πολύ) θα το 'χεις στα χέρια. ● ΣΥΜΠΛ.: άγιες μέρες & Άγιες ημέρες: για σημαντικές γιορτές, συνήθ. η περίοδος των Χριστουγέννων και του Πάσχα: Έρχονται ~ ~. Πού θα περάσετε τις ~ ~;, επόμενη μέρα: η μέρα ή κυρ. η περίοδος που ακολουθεί ένα σημαντικό ή καταστροφικό γεγονός ως προς τις συνέπειες που αυτό συνεπάγεται για την κοινωνία ή την ανθρωπότητα: η ~ ~ των εκλογών/μετά τον σεισμό., αλκυονίδες (μέρες) βλ. αλκυονίδες, αποφράδα μέρα βλ. αποφράδα, άσπρη μέρα βλ. άσπρος, γιορτάρες μέρες βλ. γιορτάρης, η (η)μέρα της μαρμότας βλ. μαρμότα, χάπι της επόμενης μέρας βλ. χάπι, χρονιάρες μέρες βλ. χρονιάρης ● ΦΡ.: από μέρα σε μέρα: μέσα στις επόμενες μέρες, σύντομα: Θα έρθει/τον περιμένω ~ ~., από τη μια στιγμή/μέρα στην άλλη & (σπάν.) από τη μια ώρα στην άλλη: σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, ξαφνικά: Μπορεί να καταφτάσει ~ ~ (πβ. όπου να 'ναι). Το κακό μπορεί να συμβεί ~ ~. [< γαλλ. d'un moment/jour à l'autre] , βρήκες τη μέρα/μέρα που βρήκες να ...! (προφ.): για ακατάλληλη μέρα: ~ ~ να λείπεις ...!, βρίσκω/πετυχαίνω κάποιον σε καλή/κακή μέρα ή είμαι σε καλή/κακή μέρα: για καλή/κακή διάθεση ή απόδοση κάποιου (μια συγκεκριμένη μέρα): Με βρήκες/με πέτυχες σε κακή μέρα (= δεν είναι η μέρα μου σήμερα)., για μια μέρα: (για ισχύ, φήμη) όσο διαρκεί μια μέρα: δωρεάν μετακίνηση/ήρωας ~ ~., δεν είναι η μέρα μου (σήμερα)!: δεν είμαι σε καλή ψυχική διάθεση ή αντιμετωπίζω αναποδιές (σήμερα): Πβ. δε(ν) με θέλει.|| (με κατάφαση) Είναι η μέρα μου (σήμερα) (= μου πάνε όλα καλά, έχω επιτυχίες)!, είμαι στις μέρες μου: είμαι ετοιμόγεννη., έχω (όλη/ολόκληρη) τη μέρα δική μου: έχω τη συγκεκριμένη μέρα ελεύθερη (μη εργάσιμη), ώστε να τη διαθέσω όπως θέλω., έχω (όλη/ολόκληρη) τη μέρα μπροστά μου: έχω πολύ χρόνο ακόμα μέχρι να βραδιάσει, επομένως μπορώ να κάνω κάτι χωρίς βιασύνη: Πρέπει να ξεκινήσουμε νωρίς, για να έχουμε ~ μας!, η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται (παροιμ.): η καλή εξέλιξη φαίνεται από την αρχή., η μέρα με τη νύχτα: για να δηλωθεί η (απόλυτη) αντίθεση ή διαφορά ανάμεσα σε πρόσωπα ή καταστάσεις, απόψεις: Διαφέρουν όσο ~ ~., κάθε μέρα και καλύτερα: για σταδιακή, διαρκή βελτίωση: Αισθάνομαι/πηγαίνω ~ ~ (= καλυτερεύω, βελτιώνομαι)., κάθε χρόνο τέτοια μέρα: για κάτι που επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο την ίδια μέρα: Μας θυμούνται ~ ~., κι αύριο μέρα (του Θεού) είναι: μπορούμε και αύριο να κάνουμε κάτι που δεν προλάβαμε ή δεν μπορέσαμε σήμερα: Δεν βαριέσαι! ~ ~!, μέρα με τη μέρα & μέρα με την ημέρα: καθώς περνά ο καιρός, σταθερά: Η κατάστασή του βελτιώνεται/επιδεινώνεται ~ ~., μέρα παρά μέρα: ανά δύο εικοσιτετράωρα: Ξεσκονίζει ~ ~., μέρα που είναι/που 'ναι: σε μια τόσο σημαντική μέρα: Έλα τώρα, ~ ~, μην είσαι στενοχωρημένος!, μέρα-νύχτα & νύχτα-μέρα: διαρκώς, αδιάκοπα, ακατάπαυστα: Διαβάζει/δουλεύει ~ ~. ΣΥΝ. μερόνυχτα, νυχθημερόν, μου φτιάχνει/μου χαλάει τη μέρα: με κάνει να νιώθω ωραία/να στενοχωρηθώ: Μου 'φτιαξες τη ~ με τα αστεία/με το χαμόγελό σου!, οι μέρες του είναι λίγες/μετρημένες: για πρόσωπο που πρόκειται να πεθάνει σύντομα ή κυρ. να αποπεμφθεί ή να αντικατασταθεί ή για κάτι που δεν έχει μέλλον, που θα πάψει να υφίσταται: ~ ~ στη δουλειά/στην ομάδα., πηγαίνει καλά η μέρα (μου): συμβαίνουν ευχάριστα γεγονότα εντός του εικοσιτετραώρου: Το πρωί ακούει λίγη μουσική, για να πάει ~ της., σαν να μην πέρασε μια μέρα: για κάποιον ή κάτι που παραμένει αμετάβλητο(ς), αναλλοίωτο(ς) στο πέρασμα του χρόνου: ~ ~ από την τελευταία φορά που την είχα δει., σώθηκαν οι μέρες του: πέθανε ή είναι ετοιμοθάνατος. ΣΥΝ. έσβησε το καντήλι του, τελείωσαν/τέλειωσαν οι μέρες του 1. (για πρόσ.) πέθανε. 2. (για πράγμα) δεν μπορεί πια να χρησιμοποιηθεί, είναι άχρηστο. Πβ. τα έφαγε (τα 'φαγε)/είναι λίγα/είναι μετρημένα/τέλειωσαν τα ψωμιά του., την κακή (και την ψυχρή) σου μέρα! (υβριστ.): ως κατάρα. ΣΥΝ. τον κακό σου τον καιρό/τον φλάρο!, τρώω τη/χάνω τη/πηγαίνει χαμένη η μέρα μου: ξοδεύω τον χρόνο μου χωρίς ικανοποιητικό αποτέλεσμα: Έφαγα/έχασα τη μέρα μου, προσπαθώντας να βρω τα κλειδιά μου/για να τακτοποιήσω το σπίτι. Άδικα πήγε η μέρα μου!, δεν είναι κάθε μέρα τ' Άι-Γιαννιού/Πασχαλιά/Κυριακή/γιορτή βλ. Πασχαλιά2, έγινε η νύχτα μέρα/έκαναν τη(ν) νύχτα μέρα βλ. νύχτα, έκανε/έχει κάνει τη νύχτα μέρα βλ. νύχτα, μέρα μεσημέρι βλ. μεσημέρι, μετράω μέρες/ώρες/εβδομάδες βλ. μετρώ, μετράω τις μέρες/τις ώρες/τους μήνες βλ. μετρώ, μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και η κακή του μέρα/ώρα/τρεις και τον τσακώσανε βλ. κλέφτης, οι καιροί είναι πονηροί/οι μέρες είναι πονηρές βλ. πονηρός, της νύχτας τα καμώματα/τα καμώματα της νύχτας τα βλέπει η μέρα και γελά βλ. κάμωμα, τι μέρα (μου) ξημερώνει! βλ. ξημερώνω [< μεσν. μέρα]

πεθαίνω

πεθαίνω πε-θαί-νω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {πέθαν-α, πεθα-μένος, πεθαίν-οντας} 1. παύω να ζω, σταματούν οι βιολογικές μου λειτουργίες: ~ε ακαριαία (= άφησε την τελευταία του πνοή, έμεινε στον τόπο, ξεψύχησε)/νέος/στην αφάνεια/στον δρόμο/στο νοσοκομείο/στη φυλακή. ~ε (= πήγε) από έμφραγμα. Πβ. έσβησε, έφυγε από τη ζωή, τα κακάρωσε, τα τέζαρε, τα τίναξε.|| Θέλω να πεθάνω (= φύγω) με αξιοπρέπεια/όρθιος.|| ~αν (= έδωσαν τη ζωή τους, θυσιάστηκαν) για την πατρίδα τους. 2. (μτφ.-επιτατ.) έχω έντονη επιθυμία ή πάθος για κάποιον ή κάτι· μου αρέσει υπερβολικά: ~ για σένα. ~ για διακοπές/σοκολάτα/σένα.|| ~ει (= τρελαίνεται, ψοφάει) για κομπλιμέντα/κουτσομπολιό. 3. (μτφ.-επιτατ.) για να δηλωθεί υπερβολή: ~ από περιέργεια (= είμαι πολύ περίεργος) να μάθω τι έγινε. ~ από τη ζέστη/το κρύο. ~ει από έρωτα για εκείνη. ~α στα γέλια/στο κλάμα. ~ε από τον πόνο (= πόνεσε πάρα πολύ). Κόντεψα να πεθάνω από τον φόβο μου. ~α για να το φτιάξω (= κουράστηκα πολύ, μου βγήκε ο πάτος). Έχω πεθάνει (= σκοτωθεί) στη δουλειά. 4. (μτφ.-επιτατ.) βασανίζω, ταλαιπωρώ κάποιον ή του προκαλώ έντονο πόνο: Με έχει πεθάνει (= ζαλίσει) στην πολυλογία. Με ~αν (= με κούρασαν) οι αναμονές.|| Με ~ει η κοιλιά/μέση μου. 5. προκαλώ τον θάνατο κάποιου: Τον ~αν τον άνθρωπο.|| (μτφ.-επιτατ.) Θα με πεθάνει (= ξεκάνει) με αυτά που κάνει.πεθαίνει (μτφ.): χάνεται: Η ελπίδα ~ τελευταία. Η μουσική του ποτέ δεν θα πεθάνει. Ο έρωτάς τους ~ε (= έσβησε).|| Υδροβιότοποι που ~ουν σιγά σιγά (πβ. αργο~, αργοσβήνω, φθίνω). ● ΦΡ.: δεν θα (πέσω να) πεθάνω (κιόλας) & (σπάν.) δεν θ' αρρωστήσω & όχι και να (πέσω να) πεθάνω για ... (προφ.): ως έκφρ. που δηλώνει ότι δεν αξίζει να στενοχωριόμαστε ή να κουραζόμαστε υπερβολικά για κάτι: ~ ~, επειδή χάσαμε. Ό,τι θέλει ας γίνει, ~ ~. Ε, όχι και να ~ ~ για χάρη του., έπεσε/έχει πέσει να πεθάνει (προφ.-επιτατ.): στενοχωρήθηκε πάρα πολύ: Δεν έγραψε καλά και ~ ~., έχει πεθάνει/πέθανε/είναι πεθαμένος για μένα & έχει τελειώσει/τελείωσε/είναι τελειωμένος (μτφ.-προφ.): παύει να με ενδιαφέρει πια, τον έχω διαγράψει από τη ζωή μου., ζει (ή πέθανε); βλ. ζω1, η εγχείρηση πέτυχε, (αλλά) ο ασθενής απεβίωσε/απέθανε βλ. εγχείρηση, όποιου του μέλλει να πνιγεί, ποτέ του δεν πεθαίνει βλ. μέλλει, πεθαίνω της δίψας/από τη δίψα/στη δίψα βλ. δίψα, πεθαίνω/ψοφώ της πείνας/από την πείνα βλ. πείνα, πέθανε/έμεινε στην ψάθα βλ. ψάθα [< μεσν. πεθαίνω]

τέρμα

τέρμα τέρ-μα ουσ. (ουδ.) {τέρμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. το τοπικό σημείο όπου τελειώνει, σταματά κάτι· ειδικότ. το τέλος της διαδρομής σε αγώνα δρόμου· η τελευταία στάση στα μέσα μεταφοράς: το ~ της κατηφόρας/της λεωφόρου/του ορίζοντα (πβ. άκρη).|| (ΑΘΛ.) Έφτασε πρώτος στο ~ (= στη γραμμή τερματισμού).|| Το ~ της (λεωφορειακής) γραμμής. Το ~ είναι στην πλατεία. Θα κατεβώ στο ~. Το τρόλεϊ κάνει ~ στο ... ΑΝΤ. αφετηρία.|| (ως επίρρ.) Το σπίτι του βρίσκεται ~ δεξιά/της οδού ... 2. (μτφ.) η στιγμή που ολοκληρώνεται, τελειώνει μια πράξη ή κατάσταση· κατ' επέκτ. ο τελικός σκοπός ή το αποτέλεσμα μιας δραστηριότητας: Η σταδιοδρομία μου/η σχέση μας/η φιλία μας έφτασε στο ~ της (= έληξε, τερματίστηκε). Να τεθεί ~ στις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Βάλε/δώσε ~ σε αυτή την κατάσταση. Είναι διατεθειμένος να φτάσει στο/ως το ~ την έρευνα (: να την ολοκληρώσει).|| Το ~ του βίου (: λίγο πριν από τον θάνατο).|| Το ταξίδι έφτασε στο ~ του.|| (ως επίρρ., για δήλωση οριστικού τέλους) Διακοπές ~! ~ το διάλειμμα! ~ η κοροϊδία/τα λάθη/η υποκρισία! Πβ. ως εδώ. || (επιφών.) ~ στη/η φοροδιαφυγή. Πβ. αλτ, στοπ. ΑΝΤ. αρχή (1) 3. ΑΘΛ. (στο ποδόσφαιρο και άλλα αθλήματα) κατασκευή από δύο κάθετες δοκούς που καταλήγουν στις άκρες οριζόντιας δοκού με στερεωμένο δίχτυ και στην οποία πρέπει να βάλουν οι παίκτες την μπάλα για να σημειωθεί γκολ· γκολ: Η μπάλα κατέληξε στο/πέρασε ξυστά από το ~ (πβ. πλεκτό). Το γήπεδο διαθέτει βοηθητικά ~ατα. Δεν κατάφεραν να παραβιάσουν το ~ των αντιπάλων (: να βάλουν γκολ). Πβ. γκολπόστ, εστία.|| Γρήγορο ~. Ο σκόρερ του πρώτου ~ατος. Βάζω/δέχομαι/πετυχαίνω/σημειώνω ~. Στο δεύτερο ημίχρονο, διπλασίασε τα ~ατα της ομάδας του. ● ΣΥΜΠΛ.: γραμμές (του) τέρματος βλ. γραμμή, λευκή ισοπαλία βλ. ισοπαλία ● ΦΡ.: στο τέρμα (προφ.-εμφατ.): στη μέγιστη ένταση, στον ανώτατο βαθμό: Έβαλε το ραδιόφωνο ~ ~ (= στη διαπασών, στο φουλ). Άκουγε τέρμα τη μουσική., τέρμα Θεού (προφ.-εμφατ.): για απομακρυσμένο σημείο: Το χωριό βρίσκεται ~ ~., τέρμα και τελείωσε/τελείωσε/πάει (και) τέλειωσε (προφ.-εμφατ.) : για απόφαση να δοθεί οριστικό τέλος σε μια κατάσταση: Δεν πρόκειται να το συζητήσω άλλο, ~ ~! ΣΥΝ. τελεία και παύλα, βάζει/δίνει/θέτει τέλος/τέρμα στη ζωή του βλ. ζωή, τέλος/τέρμα/τέλειωσαν τα ψέματα/τ' αστεία/τα παραμύθια! βλ. ψέμα, τέρμα τα δίφραγκα! βλ. δίφραγκο, τέρμα/τσίτα/τέζα (τα) γκάζια/(το) γκάζι βλ. γκάζι [< 1,2: αρχ. τέρμα 3: αγγλ. goal]

ψεκάζω

ψεκάζω ψε-κά-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {ψέκα-σα, ψεκά-σει, -στηκε, -στεί, ψεκάζ-οντας, -όμενος, ψεκα-σμένος}: εκτοξεύω (σε κάτι ή κάποιον) σταγονίδια υγρού με τη χρήση ειδικού δοχείου ή κατάλληλης συσκευής: ~ το δωμάτιο με αρωματικό σπρέι (πβ. αρωματίζω)/τα λουλούδια (: με νερό· πβ. καταβρέχω).|| ~σαν (= ράντισαν) με φυτοφάρμακο. Βλ. αψέκαστος. ● ΦΡ.: ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε (προφ.): για κάτι που γίνεται πολύ γρήγορα και εύκολα (ή πρόχειρα): Οι εξετάσεις δεν είναι ~ ~· χρειάζεται διάβασμα. Βλ. ξεπέτα. [< μτγν. ψεκάζω, γαλλ. pulvériser]

ψέμα

ψέμα ψέ-μα ουσ. (ουδ.) {ψέμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. ισχυρισμός εσκεμμένα αναληθής, με σκοπό την απόκρυψη ή παραποίηση της αλήθειας: αθώο/αισχρό/βολικό/ελεεινό/κακόβουλο/καραμπινάτο/κατάφωρο/μικρό/τεράστιο/πρωταπριλιάτικο/συνειδητό/χοντρό ~. Απροκάλυπτα/ασύστολα/επικίνδυνα/συνηθισμένα/τερατώδη (= τερατολογίες)/χονδροειδή ~ατα. Είναι ~ ότι ... (πβ. μούσι, μούφα, φόλα). Μας έχει φλομώσει/ταράξει στα ~ατα. Είναι όλα ~ατα (= ανακρίβειες, αναλήθειες, μυθεύματα, χαλκεύματα, παραμύθια). Άσ' τα ~ατα, δεν σε πιστεύω! Μας έχει αραδιάσει ένα σωρό ~ατα (ή λόγ., σωρεία ~άτων)/του κόσμου τα ~ατα/~ατα με ουρά! Διαδίδει ~ατα (= ψευδολογίες, ψευτιές). Πβ. ψεύδος. Το ~ είναι το αλάτι της αλήθειας (παροιμ.). || Έχει βουλιάξει/ζει μες στο ~. Πβ. απάτη, πλάνη1, φενάκη. 2. (κατ' επέκτ.) οτιδήποτε δεν μπορεί να υπάρξει ή είναι μάταιο, απατηλό: Πιστεύει ότι ο παντοτινός έρωτας είναι ένα ~ (= μύθος). ● Υποκ.: ψεματάκι (το) ● Μεγεθ.: ψεματάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: λευκό ψέμα: που λέγεται σκόπιμα από κάποιον, για να αποφύγει μια δυσάρεστη ή άβολη κατάσταση, και δεν εμπεριέχει δόλο ούτε έχει αρνητικές συνέπειες. Πβ. (τα) κατά συνθήκη(ν) ψεύδη. [< αγγλ. white lie] ● ΦΡ.: κακά τα ψέματα (προφ.): ας μην τρέφουμε αυταπάτες, ας μη γελιόμαστε: ~ ~, χρειάζεται πολλή προσπάθεια, για να πετύχουμε. Έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας, ~ ~!, με τα ψέματα (κυρ. προφ.): χωρίς να το καταλάβω ή χωρίς (ιδιαίτερη) προσπάθεια: ~ ~ πέρασε η ώρα!|| ~ ~ δεν γίνεται δουλειά!, πες το ψέματα! (προφ.): ως επιβεβαίωση των λόγων του συνομιλητή μας: -Χρειάζεσαι ξεκούραση! -~ ~ (: έχεις δίκιο, σωστά)!, σαν ψέμα/ψέματα (προφ.): για κάτι που φαντάζει απίστευτο: Μου φαίνεται ~ ~ που είσαι εδώ/ότι θα τον ξαναδώ (: είμαι πολύ συγκινημένος/η). Ακούγεται ~ ~!, στα ψέματα/στα ψεύτικα (προφ.): χωρίς να ισχύει στην πραγματικότητα: Το είπε ~ ~ (πβ. στ' αστεία. ΑΝΤ. στα σοβαρά.). Έκανε ~ ~ την χαρούμενη (: προσποιητά, υποκριτικά). ΑΝΤ. στ' αλήθεια., τέλος/τέρμα/τέλειωσαν τα ψέματα/τ' αστεία/τα παραμύθια! & σώθηκαν τα ψέματα (προφ.): δεν υπάρχουν πια άλλα περιθώρια, η κατάσταση έχει φτάσει στο απροχώρητο: ~ ~, ξεκινώ δίαιτα/πρέπει να φύγω/ώρα για διάβασμα!, το ψέμα έχει κοντά ποδάρια (παροιμ.): αποκαλύπτεται γρήγορα. || (με την ίδια σημ. και το γνωμ.) Το ~ ποτέ δεν ζει για να γεράσει. [< μεσν. ψέμα]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.