Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • τελικός , ή, ό τε-λι-κός επίθ. 1. που βρίσκεται, ανήκει ή γίνεται στο τέλος, τελευταίος: ~ός: προορισμός/σταθμός. Το ~ό τμήμα του αγωγού/της διαδρομής.|| (ΓΡΑΜΜ.) Το ~ό νι.|| ~ός: αποδέκτης/δικαιούχος (έργου)/καταναλωτής/πελάτης/στόχος. ~ή: αιτία (: ο σκοπός για τον οποίο έγινε κάτι). ~ό: διαγώνισμα (βλ. επαναληπτικό). ~ές: εξετάσεις (= απολυτήριες, προαγωγικές).|| ~ός: γύρος (εκλογών)/έλεγχος. ~ή: αναμέτρηση/μάχη/πρόβα (= γενική)/φάση. Πβ. (κατα)ληκτικός. ΑΝΤ. αρχικός.|| ~ή: ταχύτητα αυτοκινήτου (= η μεγαλύτερη). 2. που δεν μεταβάλλεται, οριστικός: ~ός: απολογισμός/κατάλογος (επιτυχόντων)/νικητής. ~ή: αναφορά/αξιολόγηση/απόφαση (: μη αναστρέψιμη. Πβ. τελεσίδικος)/βαθμολογία/διάγνωση/έκδοση/επεξεργασία/κατάταξη. ~ό: πλάνο/πόρισμα/ποσό/πρόγραμμα (εξετάσεων)/σκορ/συμπέρασμα/σχέδιο. ~ά: αποτελέσματα (εκλογών). ~ή δικαίωση των προσπαθειών. Το κείμενο είναι στην ~ή του μορφή. 3. ΓΡΑΜΜ. που φανερώνει τον σκοπό: ~οί: σύνδεσμοι (π.χ. για να). ~ές: προτάσεις.|| (στην Αρχαία Ελληνική:) ~ή: μετοχή. ~ό: απαρέμφατο. ● Ουσ.: τελικός (ο) 1. ο τελευταίος αγώνας μιας αθλητικής συνήθ. διοργάνωσης: μεγάλος/μικρός (: για την κατάκτηση της πρώτης/τρίτης θέσης, αντίστοιχα). ~ κυπέλλου/ποδοσφαίρου/πρωταθλήματος. Ο ~ του Μουντιάλ/του τουρνουά/του Τσάμπιονς Λιγκ. Πρόκριση στον ~ό. Η ομάδα έμεινε εκτός ~ού/είναι μια ανάσα απ' τον ~ό. Η Εθνική πέρασε/προχωρά στον ~ό.|| ~ διαγωνισμού. 2. {στον πληθ.} & τελικά (τα): οι αγώνες της τελικής φάσης: ~οί Εφήβων και Νεανίδων. Αποκλείστηκε από τα/έφτασε στα ~ά. ● επίρρ.: τελικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς]: Δεν ήρθε ~ (= στο τέλος). ~, δεν θα πάω διακοπές. Υπεγράφη, ~ώς (= εν τέλει), η σύμβαση.|| Το βρήκες ~ (= επιτέλους); ● ΣΥΜΠΛ.: έτοιμο/τελικό προϊόν βλ. προϊόν, τελική ευθεία βλ. ευθεία, τελική κινητική πλάκα βλ. πλάκα, τελικό στάδιο βλ. στάδιο, τελικός εγκέφαλος βλ. εγκέφαλος2, τελικός χρήστης βλ. χρήστης ● ΦΡ.: και στην τελική & στην τελική (προφ.): εξάλλου, πάντως: ~ ~, δεν θα σκάσω κιόλας. Πβ. στο κάτω κάτω (της γραφής)., έγινε σαν σίγμα τελικό βλ. σίγμα, μέχρι τελικής πτώσης/πτώσεως βλ. πτώση, σε τελική/σε τελευταία ανάλυση βλ. ανάλυση [< αρχ. τελικός, γαλλ. final]

ανάλυση

ανάλυση [ἀνάλυση] α-νά-λυ-ση ουσ. (θηλ.) 1. λεπτομερής εξέταση ενός γεγονότος, ενός φαινομένου ή μιας έννοιας με εντοπισμό και μελέτη των επιμέρους στοιχείων· κατ' επέκτ. προφορική ή γραπτή ανάπτυξη-παρουσίαση της αντίστοιχης έρευνας: αντικειμενική/βαθιά/εμπεριστατωμένη/ενδελεχής/εξαντλητική/επιφανειακή/κριτική/λεπτομερής/λογική/μουσική/προσεκτική/συστηματική ~. Κοινων(ιολογ)ική/οικονομική/πολιτική ~. ~ των (εκλογικών) αποτελεσμάτων/των δεδομένων/της επικαιρότητας/της κατάστασης/της πορείας (του Χρηματιστηρίου)/των πτυχών ενός ζητήματος/των στοιχείων. ~ έργου (: συστηματική καταγραφή των διακριτών σταδίων-βημάτων μιας εργασίας). ~ μιας θεωρίας/ενός όρου. ~ στα οικονομικά (της εταιρείας). Άρθρα/σχόλια και ~ύσεις. Επιχειρώ/κάνω μια ~ (σε βάθος). (ειρων.) ~ύσεις επί ~ύσεων! Βλ. αυτο~, μετα~, μικρο~, σύνθεση, υπερ~, ψυχ~. 2. διαχωρισμός, με τη χρήση επιστημονικών μεθόδων, ενός δείγματος στα στοιχεία από τα οποία αποτελείται, με σκοπό τον προσδιορισμό τους και τη μελέτη των ιδίων ξεχωριστά καθώς και του συνόλου: (ΦΥΣ.-ΧΗΜ.) δυναμική/εργαστηριακή/μηχανική/μικροσκοπική/φασματοσκοπική/χημική ~. Εργαστήριο/μέθοδοι/συσκευές/τεχνικές ~ης. Ποιοτική και ποσοτική ~ ενός μείγματος. ~ύσεις αερίων/γάλακτος/εδαφών/τροφίμων/υδάτων.|| (ΟΠΤ.) Φωτογραφική ~.|| (ΙΑΤΡ.) Ιατρικές ~ύσεις. Κάνω ~ αίματος (πβ. εξέταση, τεστ)/ούρων (= καλλιέργεια)/DNA.|| Στατιστική ~.|| (ΦΙΛΟΛ.-ΓΛΩΣΣ.) Γλωσσολογική/γραμματική/ετυμολογική/σημειωτική/συντακτική ~ (κειμένου). Λογοτεχνική ~ διηγήματος. Βλ. επαν~, ψυχ~. 3. ΠΛΗΡΟΦ. το πλήθος των πίξελ που εμφανίζονται σε μια οθόνη: ψηφιακή ~. ~ γραφικών/εικόνας. Κάμερα/τηλεόραση/φωτογραφίες υψηλής ~ης. Πβ. ευκρίνεια. 4. ΜΑΘ. (με κεφαλ. το αρχικό Α) κλάδος που έχει ως αντικείμενο τον λογισμό και τη θεωρία των ορίων. ● ΣΥΜΠΛ.: ανάλυση (της) διακύμανσης/διασποράς/μεταβλητότητας: ΣΤΑΤΙΣΤ. μέθοδος με την οποία εξετάζεται η επίδραση μίας ή περισσότερων ανεξάρτητων μεταβλητών στη διακύμανση μίας εξαρτημένης μεταβλητής: ~ ~ κατά έναν παράγοντα. [< αγγλ. variance analysis, analysis of variance (ANOVA), 1967] , ανάλυση αγοράς: ΟΙΚΟΝ. διαδικασία εξέτασης των παραγόντων, των συνθηκών και των χαρακτηριστικών μιας αγοράς: ~ ~ καυσίμων. [< αγγλ. market analysis] , ανάλυση κινδύνου/κινδύνων: ΟΙΚΟΝ. υπολογισμός και εκτίμηση των κινδύνων που σχετίζονται με χρηματοοικονομικές ή επενδυτικές αποφάσεις: έρευνα/κριτήρια/μελέτη ~ης ~ου. [< αγγλ. risk analysis, 1964] , ανάλυση λαθών/σφαλμάτων: επιστημονική μελέτη της ποιότητας και της ποσότητας των λαθών στο πλαίσιο των μαθηματικών, της γλωσσολογίας και της στατιστικής. [< αγγλ. error analysis, 1963] , ανάλυση (του) λόγου βλ. λόγος, ανάλυση περιεχομένου βλ. περιεχόμενο, ανάλυση συνομιλίας βλ. συνομιλία, ανάλυση συστημάτων βλ. σύστημα, αριθμητική ανάλυση βλ. αριθμητικός, διακριτική ανάλυση βλ. διακριτικός, ενόργανη ανάλυση βλ. ενόργανος, θεμελιώδης ανάλυση βλ. θεμελιώδης, παραγοντική ανάλυση/ανάλυση παραγόντων βλ. παραγοντικός, συνδυαστική ανάλυση βλ. συνδυαστικός ● ΦΡ.: σε τελική/σε τελευταία ανάλυση (προφ.-εμφατ.): προκειμένου να αναφερθεί στο τέλος η πιο σημαντική πτυχή ενός θέματος: Νομίζω ότι το πρόβλημα είναι μεγάλο και, ~ ~, αφορά όλους μας. Πβ. άλλωστε, εκτός αυτού/τούτου, εντέλει, εξάλλου, επιπλέον, τελικά. [< γαλλ. en dernière analyse ] [< αρχ. ἀνάλυσις ‘απαλλαγή, αποσύνθεση, επίλυση’, γαλλ. analyse, αγγλ. analysis, γερμ. Analyse, γαλλ.-αγγλ. resolution]

ευθεία

ευθεία [εὐθεῖα] ευ-θεί-α ουσ. (θηλ.) {ευθει-ών} 1. ΓΕΩΜ. γραμμή απείρου μήκους και μηδενικού πάχους, χωρίς αρχή και τέλος, εντελώς ίσια, χωρίς κανένα καμπυλόγραμμο ή τεθλασμένο τμήμα, που δίνει την εικόνα απόλυτα τεντωμένου νήματος: κάθετες/παράλληλες ~ες. Μία ~ ορίζεται από δύο σημεία. Σημείο τομής των δύο ~ών. Τραβώ μια ~ με τον χάρακα. Βλ. ευθύγραμμο τμήμα, ημι~. 2. ίσιος δρόμος: στην ~ της λεωφόρου/του λιμανιού/της περιφερειακής. Πβ. ευθεία οδός. ● ΣΥΜΠΛ.: τελική ευθεία 1. (μτφ.) το τελευταίο στάδιο πριν από την επίτευξη ενός στόχου: Είναι στην ~ ~ για τις εξετάσεις/το πτυχίο. Το νομοσχέδιο βρίσκεται στην ~ ~. Η προεκλογική εκστρατεία εισέρχεται/μπήκε στην ~ ~. Σε ~ ~ η υπογραφή της συμφωνίας. Πβ. τελικό στάδιο. 2. ΑΘΛ. η ευθεία του στίβου, από την τελευταία στροφή και μέχρι το νήμα (τερματισμού). [< αγγλ. finishing stretch] , ασύμβατες ευθείες βλ. ασύμβατος, ασύμπτωτη (ευθεία) βλ. ασύμπτωτος, κλίση ευθείας βλ. κλίση, παράλληλες (ευθείες) βλ. παράλληλος ● ΦΡ.: σε/στην ευθεία: σε ευθεία γραμμή ή κατεύθυνση: Βάζω τρεις πέτρες ~ ~. Γυρίζω τους τροχούς ώστε να είναι στην ~. Πβ. ίσια. ● βλ. ευθύς, κατευθείαν [< αρχ. εὐθεῖα]

πλάκα

πλάκα πλά-κα ουσ. (θηλ.) {πλακ-ών} 1. επιφάνεια από σκληρό υλικό, συνήθ. επίπεδη, ορθογώνια ή τετράγωνη, με μικρό (σχετικά) πάχος, προορισμένη για ποικίλες χρήσεις· (ειδικότ., ΟΙΚΟΔ.) ως υλικό επίστρωσης ή ως βάση στήριξης, θεμελίωσης: εντοιχισμένη (πέτρινη) ~. Τοποθετήθηκε αναμνηστική ~ στο σπίτι του ποιητή. Πβ. πλακέτα. Βλ. πινακίδα, ταφόπλακα. Γυάλινες/μεταλλικές ~ες.|| (ΑΡΧΑΙΟΛ.) Ανάγλυφες/αναθηματικές/ενεπίγραφες/επιτύμβιες ~ες. Βλ. στήλη.|| (ΟΙΚΟΔ.) Θερμομονωτικές/μαρμάρινες ~ες. ~ες γρανίτη/σκυροδέματος (= τσιμεντόπλακες)/σχιστόλιθου. ~ες δαπέδου/πεζοδρομίου (πβ. άβακες). Επένδυση (τοίχου) με ~ες Καρύστου/Πηλίου. Στέγη με ~ (: επίπεδη, όχι με κεραμίδια). Η αυλή στρώθηκε με ~ες (= πλακοστρώθηκε). Βλ. πλακ-άκι, -ίδιο. (για κτίριο) Η ~ του ισογείου/πρώτου ορόφου. Έπεσε/έριξαν και την τελευταία ~ (: του τελευταίου ορόφου).|| (μτφ., για μέρος του σώματος) Κοιλιά/στήθος ~ (ΣΥΝ. επίπεδος, ίσιος). 2. (κατ' επέκτ.) οτιδήποτε έχει αντίστοιχο σχήμα: καφετιέρα με θερμαινόμενη ~. Σίδερο με ανοξείδωτη ~. Τοστιέρα με αποσπώμενες αντικολλητικές/κεραμικές ~ες (ψησίματος).|| ~ από σαπούνι. ~ες σοκολάτας (βλ. μπάρα)/χρυσού (= ράβδοι).|| Η ~ του ρολογιού (= καντράν).|| (παλαιότ.) ~ες γραμμοφώνου (= δίσκοι). ~ γραφής και κονδύλι.|| (ΦΩΤΟΓΡ., επιφάνεια πάνω στην οποία αποτυπώνεται η εικόνα) Φωτογραφικές ~ (βλ. φιλμ). (Γυάλινες) αρνητικές ~ες (= αρνητικά).|| (ΙΑΤΡ.) (Ακτινογραφικές) ~ες (= ακτινογραφίες).|| (ΤΥΠΟΓΡ.) Εκτυπωτικές (= τσίγκοι)/τυπογραφικές ~ες. Λιθογραφικές/χαλκογραφικές ~ες.|| (ΦΥΣ.) ~ συσσωρευτή (= ηλεκτρόδιο). 3. αστείο, πείραγμα, φάρσα: αθώα/κακόγουστη/καλοπροαίρετη/χοντρή/χοντροκομμένη ~. Κάνει ~ (= αστειεύεται). Και η ~ έχει τα όριά της. Άσε/κόψε την ~ (και) να μιλήσουμε σοβαρά. Πβ. καζούρα, καλαμπούρι, χαβαλές, φάση.|| Το ρίχνει στην ~ (= το διασκεδάζει).|| Πέρα από την/χωρίς ~ (= για να μιλήσω σοβαρά), δεν θυμάμαι να έχει ξαναγίνει κάτι τέτοιο! 4. ΓΕΩΛ. λιθοσφαιρικό συμπαγές τμήμα του γήινου φλοιού: (βορειο/νοτιο)αμερικανική/ανταρκτική/αφρικανική/ευρασιατική/ινδο-αυστραλιανή ~. Τεκτονική των ~ών. 5. ΙΑΤΡ. μικρή περιοχή που διαφέρει από το υπόλοιπο μιας επιφάνειας: ερυθηματώδης/ινώδης ~. Ψωρίαση κατά ~ες. ● Υποκ.: πλακίτσα (η): στη σημ. 3. ● ΣΥΜΠΛ.: οδοντική πλάκα & μικροβιακή πλάκα & (προφ.) πλάκα: ΙΑΤΡ. κολλώδες, υπόλευκο ή διαφανές στρώμα από βακτήρια και υπολείμματα τροφών που σχηματίζεται σε καθημερινή βάση στην επιφάνεια των δοντιών: ανάπτυξη/δημιουργία/συσσώρευση ~ής ~ας. Απομάκρυνση/αφαίρεση της ~ής ~ας (: με καλό καθαρισμό). Βλ. ουλίτιδα, τερηδόνα, τρυγία. [< γαλλ. plaque dentaire] , τελική κινητική πλάκα & τελική πλάκα: ΙΑΤΡ. περιοχή της μυϊκής ίνας όπου γίνεται η νευρομυϊκή σύναψη., άγραφο χαρτί βλ. άγραφος, αθηρωματική πλάκα βλ. αθηρωματικός, μυκητοειδής πλάκα βλ. μυκητοειδής, σκλήρυνση κατά πλάκας βλ. σκλήρυνση, τεκτονική/λιθοσφαιρική πλάκα βλ. λιθοσφαιρικός ● ΦΡ.: για πλάκα (προφ.): όχι για σοβαρό λόγο ή σκοπό: Το είπα/έκανα ~ ~ (: γι΄αστείο, για να γελάσουμε)., για την πλάκα μου (προφ.): επειδή μου αρέσει, όχι επειδή είναι ανάγκη: Γράφει ~ ~ της (: για χόμπι). Βλ. γουστάρω., κάποιος/κάτι έχει (πολλή) πλάκα (προφ.): είναι πολύ αστείο(ς), διασκεδαστικό(ς), ευχάριστο(ς)., παθαίνω πλάκα (προφ.): μένω αποσβολωμένος, εκπλήσσομαι (ευχάριστα ή δυσάρεστα): Έπαθε ~ όταν το έμαθε. Έχω πάθει την ~ μου/την ~ της ζωής μου μαζί της (= δάγκωσα τη λαμαρίνα, την ερωτεύτηκα)! ΣΥΝ. μένω (7), μένω κάγκελο, παθαίνω κολούμπρα, παθαίνω σοκ (2), παίρνω στην πλάκα κάποιον/κάτι (προφ.): δεν δίνω σημασία, δεν αντιμετωπίζω σοβαρά: Μάς πήραν ~. Το όλο θέμα το έχω πάρει ~ ~., πλάκα πλάκα (προφ.): αστεία-αστεία, εδώ που τα λέμε: ~ ~, δεν τα πήγαμε και άσχημα!, σπάω πλάκα (προφ.): διασκεδάζω, αστειεύομαι: Σπάνε ~ μαζί του/σε βάρος μας. Βλ. χαβαλεδιάζω. , της πλάκας (προφ.): χαμηλής ποιότητας: κοσμήματα/ρούχα/συσκευές ~ ~.|| Κείμενα/συζητήσεις ~ ~ (= ανούσια/ες). Πβ. για γέλια., (έχει) πλάκα τα γαλόνια βλ. γαλόνι2, έχει γούστο/πλάκα (να ...) βλ. έχω, το γύρισε στ' αστείο/στην πλάκα βλ. γυρίζω [< 1,2: μτγν. πλάξ, μεσν. πλάκα, γαλλ. plaque 3: γαλλ. blague 4: αγγλ. plate, 1904, plate tectonics, 1969 5: γαλλ. plaque, αγγλ. patch, plate, plaque]

προϊόν

προϊόν προ-ϊ-όν ουσ. (ουδ.) {προϊόντ-ος | -α, -ων} 1. οτιδήποτε προέρχεται, παράγεται από την ανθρώπινη εργασία ή δραστηριότητα: γεωργικό/ελαττωματικό/εμπορικό/ζωικό/καταναλωτικό/κτηνοτροφικό/παραδοσιακό/πρωτοποριακό/τεχνικό/τουριστικό/χειροποίητο ~.|| (ΟΙΚΟΝ.) Επενδυτικό/καταθετικό/τραπεζικό ~. ~ εγγυημένου κεφαλαίου.|| ~ υψηλής διατροφικής αξίας. Εμπορική ονομασία/καταχώρηση/κωδικός/παράδοση/προώθηση/τιμή ~ος. Αγροτικά/αθλητικά/ανταγωνιστικά/βιομηχανικά/γαλακτοκομικά/δικτυακά/εγχώρια/εισαγόμενα/ενδιάμεσα (= που χρησιμεύουν για την παραγωγή άλλων)/εξαγώγιμα/ευπαθή/εύφλεκτα/καλλιτεχνικά/καλλυντικά/κατεψυγμένα/κηπευτικά/κύρια/ξηρά/τεχνητά/τοξικά/τυποποιημένα/υγρά/φαρμακευτικά/φρέσκα ή νωπά/φυσικά/φυτικά/χημικά ~α. ~α άρτου (= αρτοσκευάσματα). ~α άλεσης δημητριακών (π.χ. αλεύρι). ~α και υπηρεσίες. ~α αδυνατίσματος/θαλάσσης/ξύλου/περιποίησης/πληροφορικής/πρώτης ανάγκης/τέχνης/τεχνολογίας. Γκάμα/εμπορία/κατάλογος/κατηγορίες/σειρά/σχεδίαση ~ων. Διακινώ/εκθέτω/εξάγω/πουλώ/ψωνίζω ένα ~. Δεν είναι διαθέσιμο το ~ που θέλετε να αγοράσετε. Η εταιρεία λανσάρει νέο ~ στην αγορά. || εκπαιδευτικά/πνευματικά/πολιτιστικά ~α. Πβ. παρασκεύασμα. Βλ. παρα~, συμ~, υπερ~. 2. {συνήθ. στον εν.} (μτφ.) καρπός, δημιούργημα, αποτέλεσμα ορισμένης διαδικασίας, δραστηριότητας: ~ αναζήτησης/απάτης/έμπνευσης/κλοπής/μελέτης/μόχθου/συνεργασίας/φαντασίας. Η έκδοση του βιβλίου είναι ~ μακρόχρονης προσπάθειας (πβ. απόρροια, επακόλουθο). 3. απόδοση, κέρδος, είσπραξη: οικονομικό ~ (: εισόδημα από επενδύσεις). Το οριακό και το µέσο ~ της εργασίας. Το ~ της πώλησης θα αποδοθεί στους δικαιούχους. Το ~ του εράνου θα χρησιμοποιηθεί για την ενίσχυση των πληγέντων. ● ΣΥΜΠΛ.: ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ): ΟΙΚΟΝ. η συνολική νομισματική αξία των παραγόμενων αγαθών και παρεχόμενων υπηρεσιών μιας χώρας, μέσα στην επικράτειά της, κατά τη διάρκεια ενός έτους. [< αγγλ. gross domestic product (GDP), 1951] , ακαθάριστο εθνικό προϊόν (ΑΕΠ): ΟΙΚΟΝ. η συνολική νομισματική αξία των παραγόμενων αγαθών και παρεχόμενων υπηρεσιών μιας χώρας είτε στην επικράτειά της είτε στο εξωτερικό κατά τη διάρκεια ενός έτους. [< αγγλ. gross national product (GNP), 1923] , βιολογικά προϊόντα & οργανικά προϊόντα: που παράγονται χωρίς τη χρήση χημικών φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων ή άλλων ορμονών: συμβατικά και ~ ~. Εξειδικευμένα καταστήματα πώλησης/Οργανισμός Ελέγχου και Πιστοποίησης ~ών ~ων., έτοιμο/τελικό προϊόν: αυτό που μπορεί να χρησιμοποιηθεί, να καταναλωθεί αμέσως, χωρίς επιπλέον επεξεργασία: ~α ~α διατροφής/ζύμης/λογισμικού., καθαρό εγχώριο προϊόν: ΟΙΚΟΝ. το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν, αφού αφαιρεθούν οι αποσβέσεις. [< αγγλ. net domestic product (NDP)] , καθαρό εθνικό προϊόν: ΟΙΚΟΝ. η συνολική νομισματική αξία των εισοδημάτων που εξασφαλίζουν οι κάτοικοι μιας χώρας (είτε από την επικράτειά της είτε από το εξωτερικό), αφού αφαιρεθούν οι φόροι και όσα διατέθηκαν για την απόκτηση των εισοδημάτων αυτών κατά τη διάρκεια ενός έτους. [< αγγλ. net national product (ΝΝP), 1945] , παράγωγα προϊόντα: ΟΙΚΟΝ. κάθε τύπος χρηματοοικονομικής συναλλαγής η αξία της οποίας εξαρτάται από την υποκείμενη αξία ενός άλλου περιουσιακού στοιχείου ή δείκτη (όπως μετοχές, επιτόκια και ομόλογα): Επενδύω σε ~ ~. [< αγγλ. derivatives, 1985] , προϊόντα ευρείας κατανάλωσης & μαζικής/καθημερινής κατανάλωσης: αγαθά που αγοράζονται και χρησιμοποιούνται ευρέως, για να καλύψουν κυρ. πρώτες ανάγκες., ανάπτυξη προϊόντων βλ. ανάπτυξη, δημοπρατήριο αγροτικών προϊόντων βλ. δημοπρατήριο, προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας βλ. ετικέτα, προϊόντα/έργα της διάνοιας βλ. διάνοια, τοποθέτηση προϊόντων βλ. τοποθέτηση. ● ΦΡ.: προϊόν με ονομασία προέλευσης: αγαθό του οποίου η παραγωγή, η μεταποίηση και η επεξεργασία πρέπει να λαμβάνουν χώρα σε μια οριοθετημένη γεωγραφική περιοχή με αναγνωρισμένη τεχνογνωσία. Βλ. προστατευόμενη ονομασία προέλευσης. [< αρχ. προϊόν, γαλλ. produit, αγγλ. product]

πτώση

πτώση πτώ-ση ουσ. (θηλ.) 1. ελεύθερη κατακόρυφη κίνηση ενός σώματος υπό την επίδραση της βαρύτητας: (για πρόσ.) ~ από άλογο/μπαλκόνι/ποδήλατο/σκάλα/ύψος. ~ σε γκρεμό/καταρράκτη. ~ με αλεξίπτωτο. ~ από γλίστρημα/παραπάτημα/σπρώξιμο. Κίνδυνος ~ης. Θάνατος/κάταγμα από ~.|| ~ αεροπλάνου (λόγω βλάβης)/βράχων (πβ. κατολίσθηση)/κεραυνού/μαλλιών (= τριχόπτωση)/μετεωρίτη/φύλλων (= φυλλόπτωση)/χαλαζιού (= χαλαζόπτωση)/χιονιού (= χιονόπτωση)/χιονοστιβάδας. Τα αίτια της ~ης του μαχητικού.|| (μτφ.) ~ της αυλαίας του φεστιβάλ (= λήξη).|| (ΙΑΤΡ.) (Παραλυτική) ~ του άνω βλεφάρου (= βλεφαρόπτωση). ~ μήτρας (βλ. πρόπτωση). ~ (= χαλάρωση) των μαστών. ΣΥΝ. πέσιμο (1) 2. γκρέμισμα, κατάρρευση: ~ κτιρίων εξαιτίας του σεισμού. Η ~ του τείχους του Βερολίνου.|| ~ δέντρων λόγω του δυνατού αέρα.|| ~ του οχυρού μετά από πολιορκία. (ΙΣΤ.) Η ~ της Κωνσταντινούπολης (= άλωση). 3. (μτφ.) μείωση: αισθητή/απότομη/δραματική/μεγάλη/μικρή/οριακή/ραγδαία/σημαντική/σταθερή ~. ~ της ανεργίας/της απόδοσης/των βάσεων/των επιδόσεων/της ζήτησης/της θερμοκρασίας/της (τουριστικής) κίνησης (πβ. ύφεση)/των μετοχών/των τιμών (= αποπληθωρισμός). Ανακοπή/αποτροπή της ~ης. Συνέπειες της ~ης. Σε ~ (βρίσκεται) η δημοτικότητα του ... Παρατηρείται ~ των εισπράξεων/των πωλήσεων. Πβ. κάμψη, υποχώρηση.|| (ΟΙΚΟΝ.) Ο Γενικός Δείκτης κατέγραψε/σημείωσε/υπέστη ~ (σε ποσοστό ...%). Με ~ έκλεισε το ΧΑΑ. Βλ. κραχ.|| (ΙΑΤΡ.) ~ του αιματοκρίτη (βλ. αναιμία)/της πίεσης (βλ. υπόταση)/του πυρετού. ΑΝΤ. άνοδος (1) 4. διακοπή της λειτουργίας ηλεκτρικού κυκλώματος: ~ της ασφάλειας/του ρεύματος. 5. (μτφ.) απώλεια θέσης, δύναμης: ~ του καθεστώτος/της κυβέρνησης. ~ βασιλιά από το αξίωμά του (= έκπτωση, καθαίρεση).|| Ηθική/πνευματική/πολιτιστική ~ (= διάλυση, κατάπτωση, ξεπεσμός, παρακμή). ~ του βιοτικού/μορφωτικού επιπέδου. Παρακμή και ~ μιας αυτοκρατορίας.|| Τον παρέσυρε στην ~ (= στον βούρκο, στην καταστροφή).|| ~ του ηθικού.|| (ΘΕΟΛ.) Η ~ (των Πρωτοπλάστων) από τον Παράδεισο.|| (ΦΙΛΟΛ.) Η ~ του ήρωα μιας τραγωδίας. ΑΝΤ. άνοδος (3) 6. ΓΡΑΜΜ. καθένας από τους μορφολογικούς τύπους που σχηματίζουν οι κλιτές λέξεις εκτός από τα ρήματα: ονομαστική, γενική, αιτιατική, κλητική (~) ενικού/πληθυντικού. Ορθές ~εις (: η ονομαστική και η κλητική). Βλ. αφαιρετική, δοτική. 7. ΜΟΥΣ. σύνδεση δύο ή περισσότερων συγχορδιών, ώστε να επιτυγχάνεται το χώρισμα μιας φράσης από μια άλλη, να δημιουργείται δηλ. η εντύπωση της κατάληξης: ατελής ή μισή/διακεκομμένη, απροσδόκητος ή απρόοπτος/πλαγία ή εκκλησιαστική/τελεία ~. ~ στη δεσπόζουσα. ● ΣΥΜΠΛ.: ελεύθερη πτώση 1. ΦΥΣ. η κίνηση που εκτελεί ένα σώμα μόνο με την επίδραση του βάρους του. 2. (μτφ.) ανεξέλεγκτη καθοδική πορεία: Σε ~ ~ η καριέρα του/οι λιανικές πωλήσεις. 3. το χρονικό διάστημα της πτώσης του αλεξιπτωτιστή, προτού ανοίξει το αλεξίπτωτο. [< αγγλ. free fall, 1919] , κατακόρυφη/κάθετη πτώση (μτφ.): απότομη και δραματική μείωση: ~ ~ των εξαγωγών/της παραγωγής., πλάγιες πτώσεις: ΓΡΑΜΜ. η γενική, η αιτιατική και (στην Αρχαία Ελληνική) η δοτική. ● ΦΡ.: μέχρι τελικής πτώσης/πτώσεως: μέχρις εσχάτων, μέχρις εξαντλήσεως: μάχη ~ ~. Πολέμησαν ~ ~.|| Χορέψαμε ~ ~. [< 1, 2, 6: αρχ. πτῶσις, γαλλ. chute, ptose, αγγλ. drop, fall 7: ιταλ. cadenza]

σίγμα

σίγμα σίγ-μα ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: το δέκατο όγδοο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου: ~ κεφαλαίο (Σ)/μικρό (σ)/τελικό (ς). Πβ. σ. ● ΦΡ.: έγινε σαν σίγμα τελικό (προφ.): έχει κυρτώσει ή στραβώσει: Το κερί ~ ~ από τη ζέστη., με το νι και με το σίγμα βλ. νι [< αρχ. σίγμα, σῖγμα]

στάδιο

στάδιο στά-δι-ο ουσ. (ουδ.) {σταδί-ου | -ων} 1. ανοιχτός ή κλειστός χώρος διεξαγωγής αθλητικών αγώνων ή σπανιότ. άλλων εκδηλώσεων και συνεκδ. οι θεατές που βρίσκονται σε αυτόν: αρχαίο/δημοτικό/εθνικό/κατάμεστο/ποδοσφαιρικό (βλ. γήπεδο)/υπαίθριο/υπερσύγχρονο ~. (κ. με κεφαλ. Σ) Το Παναθηναϊκό ~ ή ~ (: το Καλλιμάρμαρο ή η περιοχή όπου αυτό βρίσκεται). Το ~ Ειρήνης και Φιλίας. Το Ολυμπιακό ~ (: τμήμα του ΟΑΚΑ). Οι κερκίδες/το πέταλο του ~ου. ~ δέκα χιλιάδων θέσεων. Το ~ καλύπτει τις ανάγκες του κλασικού αθλητισμού. Οι θεατές γέμισαν το ~. Έδωσε συναυλία στο ~ ...|| Ολόκληρο το ~ σηκώθηκε κι άρχισε να χειροκροτεί. Ξεσήκωσε το ~. 2. (μτφ.) καθεμία από τις συγκεκριμένες φάσεις εξελικτικής πορείας· ειδικότ. επαγγελματικός κλάδος που προσφέρει δυνατότητα εξέλιξης: αρχικό/ενδιάμεσο/επόμενο/μεταβατικό/πειραματικό/προηγούμενο/πρώιμο ~. (ΨΥΧΑΝ.) Γεννητικό/πρωκτικό/στοματικό/φαλλικό ~. ~ έγκρισης/ελέγχου/εφαρμογής (προγράμματος)/παραγωγής/σχεδιασμού/υλοποίησης. Το ερευνητικό ~ του διδακτορικού. Τα ~α της εκπαίδευσης/του κύκλου της ζωής/της μάθησης. Διαδοχικά ~α της ανάπτυξης του παιδιού. Νόσος σε προχωρημένο/πρώιμο ~. Η διαδικασία ένταξης διακρίνεται σε/περιλαμβάνει τρία ~α. Πόσο διαρκεί το προκαταρκτικό/προπαρασκευαστικό ~; Το νομοσχέδιο βρίσκεται σε ~ επεξεργασίας. Εμπλέκεται σε όλα τα ~α, από την προετοιμασία μέχρι την ολοκλήρωση. Πβ. περίοδος. Βλ. αναβαθμός, βαθμίδα, σκαλοπάτι.|| Θα ακολουθήσει το διπλωματικό ~. Πβ. σταδιοδρομία. Βλ. προ~. 3. ΝΑΥΤ. μονάδα μήκους ίση με το ένα δέκατο του ναυτικού μιλίου (185,2 μ.). ● ΣΥΜΠΛ.: τελικό στάδιο: τελευταία φάση μιας διαδικασίας: (κατά) το ~ ~ του διαγωνισμού/της έρευνας/των συζητήσεων. Ασθενής ~ού σταδίου/σε ~ ~ (πβ. ετοιμοθάνατος). Σε ~ ~ βρίσκονται οι διαπραγματεύσεις. Πβ. τελική ευθεία. ● ΦΡ.: κατά στάδια: σε διαδοχικές φάσεις, βαθμιαία: χειρουργική αποκατάσταση ~ ~. Η εξαγορά θα γίνει είτε ενιαία είτε ~ ~. ΣΥΝ. σταδιακά ΑΝΤ. απότομα, μονομιάς (1), ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν βλ. ιδού [< αρχ. στάδιον, γαλλ. stade, αγγλ. stadium]

χρήστης

χρήστης χρή-στης ουσ. (αρσ.) {χρηστ-ών | θηλ. χρήστρια} 1. πρόσωπο που κάνει χρήση ενός αντικειμένου: ~ προϊόντος/συσκευής. Ο μέσος ~. ~ες ακουστικών βαρηκοΐας/κινητών τηλεφώνων. Οι ~ες ενός λεξικού. ~ες των αστικών συγκοινωνιών/του μετρό. (Χρόνιοι) ~ες ναρκωτικών.|| (ΝΟΜ.) ~ περιουσίας. Νόμιμοι/παράνομοι ~ες. Ιδιοκτήτες και ~ες ακινήτων. 2. ΠΛΗΡΟΦ. (ειδικότ.) αυτός που χρησιμοποιεί υπολογιστικό σύστημα, λογισμικό ή εφαρμογή: διαγραμμένος ~. Δεδομένα/διεπαφή ~η. Το προφίλ του ~η. Ενεργοί/κρυφοί/ον λάιν/συνδεδεμένοι ~ες. Οι ~ες του διαδικτύου. ~ες ιστότοπων κοινωνικής δικτύωσης/προγραμμάτων. Εγγραφή νέου ~η. Είσοδος/σύνδεση ~η στο φόρουμ. Μενού φιλικό προς τον/στον ~η. ● ΣΥΜΠΛ.: όνομα χρήστη: ΠΛΗΡΟΦ. ακολουθία χαρακτήρων που εισάγονται από χρήστη συστήματος, προκειμένου να του επιτραπεί η πρόσβαση σε αυτό: προσωπικό ~ ~. Πβ. παρωνύμιο, ψευδώνυμο. Βλ. πάσγουορντ. ΣΥΝ. γιούζερ νέιμ, τελικός χρήστης 1. ΠΛΗΡΟΦ. άτομο που χρησιμοποιεί συγκεκριμένο προϊόν λογισμικού για την εργασία του: πιστοποιητικό/συμφωνητικό ~ού ~η. Έλεγχος/ταυτοποίηση ~ού ~η. Διασύνδεση ~ού ~η-διακομιστή. ~oί ~ες δικτύου/προγράμματος. Στα αρχεία έχουν πρόσβαση μόνο οι ~οί ~ες. 2. (γενικότ.) αποδέκτης: οι ~οί ~ες των παρεχόμενων υπηρεσιών. Βλ. τελικό προϊόν. [< αγγλ. end user, περ. 1945] , κωδικός πρόσβασης βλ. κωδικός, λογαριασμός χρήστη βλ. λογαριασμός [< αρχ. χρήστης 'δανειστής', γαλλ. usager, utilisateur, αγγλ. user]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.