Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • τεμενάς τε-με-νάς ουσ. (αρσ.) {συνήθ. στον πληθ. τεμενάδες}: ανατολίτικος χαιρετισμός με υπόκλιση και άγγιγμα του δεξιού χεριού στο στήθος, το στόμα και το μέτωπο. Πβ. ρεβεράντζα. ● ΦΡ.: κάνω τεμενάδες (μτφ.-προφ.): δείχνω δουλικότητα συνήθ. προς τους ανωτέρους μου, συμπεριφέρομαι με δουλοπρέπεια. Πβ. γλείφω, λιβανίζω., Έχεις παράδες; Σου κάνουν τεμενάδες! βλ. παράς [< τουρκ. temenna]

παράς

παράςπα-ράς ουσ. (αρσ.) {παρ-άδες} 1. (λαϊκό) χρήμα: Βγάζει πολλούς ~άδες (= λεφτά). Πβ. όβολο. 2. (στην Οθωμανική Αυτοκρατορία) νόμισμα πολύ μικρής αξίας: Ένα γρόσι ισοδυναμούσε με σαράντα ~άδες. ● Υποκ.: παραδάκι (το) (λαϊκό): Το φυσάει το ~ (= είναι λεφτάς). ● ΣΥΜΠΛ.: κάλπικος παράς βλ. κάλπικος ● ΦΡ.: δεν δίνω (έναν) παρά (λαϊκό): αδιαφορώ παντελώς για κάποιον ή κάτι. ΣΥΝ. δεν δίνω δεκάρα/δυάρα/μία/πεντάρα (τσακιστή)/φράγκο (1), Έχεις παράδες; Σου κάνουν τεμενάδες! (παροιμ.): αν έχεις χρήματα να διαθέσεις, έχεις ευνοϊκή μεταχείριση, σου συμπεριφέρονται με υποτέλεια., κάνω κάποιον δύο/πέντε/τρεις παράδες (λαϊκό): τον εξευτελίζω, ρεζιλεύω., με τον παρά μου και την κυρά μου (παροιμ.): για να τονιστεί η δύναμη του χρήματος., μπιρ παρά (λαϊκό-ειρων.): όσο όσο: Την έδωσε/την πούλησε την εταιρεία ~ ~ (= σχεδόν τζάμπα)., τον έχει τον παρά (λαϊκό): έχει πολλά χρήματα, είναι πλούσιος., άπιαστα πουλιά, χίλια στον παρά βλ. πουλί, η φτήνια τρώει τον παρά βλ. φτήνια, χρήμα/παράς/φράγκα με ουρά βλ. χρήμα [< τουρκ. para]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.