τεμενάς τε-με-νάς ουσ. (αρσ.) {συνήθ. στον πληθ. τεμενάδες}: ανατολίτικος χαιρετισμός με υπόκλιση και άγγιγμα του δεξιού χεριού στο στήθος, το στόμα και το μέτωπο. Πβ. ρεβεράντζα. ● ΦΡ.: κάνω τεμενάδες (μτφ.-προφ.): δείχνω δουλικότητα συνήθ. προς τους ανωτέρους μου, συμπεριφέρομαι με δουλοπρέπεια. Πβ. γλείφω, λιβανίζω., Έχεις παράδες; Σου κάνουν τεμενάδες! βλ. παράς [< τουρκ. temenna]
παράς
παράςπα-ράς ουσ. (αρσ.) {παρ-άδες} 1. (λαϊκό) χρήμα: Βγάζει πολλούς ~άδες (= λεφτά). Πβ. όβολο.2. (στην Οθωμανική Αυτοκρατορία) νόμισμα πολύ μικρής αξίας: Ένα γρόσι ισοδυναμούσε με σαράντα ~άδες. ● Υποκ.: παραδάκι (το) (λαϊκό):Το φυσάει το ~ (= είναι λεφτάς). ● ΣΥΜΠΛ.: κάλπικος παράς βλ. κάλπικος ● ΦΡ.: δεν δίνω (έναν) παρά (λαϊκό): αδιαφορώ παντελώς για κάποιον ή κάτι. ΣΥΝ. δεν δίνω δεκάρα/δυάρα/μία/πεντάρα (τσακιστή)/φράγκο (1), Έχεις παράδες; Σου κάνουν τεμενάδες! (παροιμ.): αν έχεις χρήματα να διαθέσεις, έχεις ευνοϊκή μεταχείριση, σου συμπεριφέρονται με υποτέλεια., κάνω κάποιον δύο/πέντε/τρεις παράδες (λαϊκό): τον εξευτελίζω, ρεζιλεύω., με τον παρά μου και την κυρά μου (παροιμ.): για να τονιστεί η δύναμη του χρήματος., μπιρ παρά (λαϊκό-ειρων.): όσο όσο: Την έδωσε/την πούλησε την εταιρεία ~ ~ (= σχεδόν τζάμπα)., τον έχει τον παρά (λαϊκό): έχει πολλά χρήματα, είναι πλούσιος., άπιαστα πουλιά, χίλια στον παρά βλ. πουλί, η φτήνια τρώει τον παρά βλ. φτήνια, χρήμα/παράς/φράγκα με ουρά βλ. χρήμα [< τουρκ. para]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.