Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • τεμπέλης , α, ικο τε-μπέ-λης επίθ./ουσ.: 1. που αποφεύγει τη δουλειά, που σπαταλά άσκοπα τον χρόνο του. Πβ. ακαμάτης, ανεπρόκοπος, αργόσχολος, κηφήνας, οκνηρός, ρέμπελος, φυγόπονος. Βλ. αρχι~. ΑΝΤ. ακάματος (1), εργατικός (2), φίλεργος, φιλόπονος ● Υποκ.: τεμπελάκος (ο): ● Μεγεθ.: τεμπέλαρος (ο): Πβ. τεμπελόσκυλο, τεμπελχανάς. ΑΝΤ. δουλευταράς. 2. αξεσουάρ αυτοκινήτου ως αποθηκευτικός χώρος και ως ακουμπιστήρι. [< 1: τουρκ. tembel]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.