Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • τερατωδία τε-ρα-τω-δί-α ουσ. (θηλ.) (λόγ.): αθλιότητα, οτιδήποτε προκαλεί αποστροφή ή φρίκη: ηθική ~. Η ~ του πολέμου (πβ. θηρι-, κτην-ωδία). Πολιτικές ~ες (= αχρειότητες).|| Διακωμώδηση που φτάνει ως την ~ (βλ. γκροτέσκο). [< πβ. μτγν. τερατωδία ‘το να είναι κάτι αξιοθαύμαστο στην όψη’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.