τετρα- & τετρά- & τετρ- α' συνθετικό λέξεων, κυρ. επιθέτων, που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. αποτελείται από τέσσερα μέρη: τετρα-ετής. Τετρά-θυρο (βλ. τρι-).|| (ως ουσ., ΓΕΩΜ.) Τετρά-εδρο.2. (επιτατ.) είναι τέσσερις φορές μεγαλύτερο ή περισσότερο, συγκρινόμενο με άλλο: τετρα-πλάσιος.|| Τετρα-πέρατος. Τετρά-παχος. Βλ. πεντα-. [πβ. αγγλ. tetra-, γαλλ. tétra-]
πεντα- & πεντά- & πεντό- & πέντ- & πενθ-
πεντα- & πεντά- & πεντό- & πέντ- & πενθ- & πεντο- & πεντ-: α' συνθετικό λέξεων, κυρ. επιθέτων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. αποτελείται από πέντε μέρη ή είναι πέντε φορές μεγαλύτερο ή περισσότερο, συγκρινόμενο με άλλο: πεντα-ετής/~μελής. Πεντά-μηνος/~τομος/~ωρος.|| (ουσ.) Πεντά-δυμα (βλ. δί-, τρί-, τετρά-, εξά-). Πενθ-ήμερο. Πεντό-λιρο.|| Πέντ-αθλο. Πεντά-γραμμο.|| Πεντα-πλάσιος/~πλός.2. χαρακτηρίζεται σε μεγάλο βαθμό από μία ιδιότητα: πεντα-κάθαρος (πβ. κατα-, ολο-). Πεντά-μορφος (πβ. παν-). Πεντά-κλειστος (πβ. θεό-· βλ. περι-). Βλ. τρισ-, χιλιο-.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.