τεφρώδης , ης, ες τε-φρώ-δης επίθ. {τεφρώδ-ους | -εις (ουδ. -η)} (επιστ.) 1. που το χρώμα του μοιάζει με της τέφρας: ~ης: άμμος. Πβ. σταχτής, τεφρός.|| (ΑΣΤΡΟΝ.) ~ες: φως (: που φωτίζει αμυδρά το σκοτεινό τμήμα της Σελήνης σε συγκεκριμένη φάση της και οφείλεται στο αντανακλώμενο από τη Γη ηλιακό φως).2. που αποτελείται ή καλύπτεται από τέφρα: ~ης: άνθρακας.|| ~ης: επίχωση. Βλ. -ώδης. [< 1: μτγν. τεφρώδης]
-ώδης
-ώδης, ης, ες (λόγ.) επίθημα επιθέτων που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. χαρακτηρίζεται ή αποτελείται, συνήθ. σε μεγάλο βαθμό, από αυτό που δηλώνει το επίθετο: αιματ~/θορυβ~/θυελλ~/σαρκ~.|| Δενδρ~/ελ~/θαμν~.2. (μειωτ.) έχει την ιδιότητα που εκφράζει το πρώτο μέρος της λέξης: νηπι~/παιδαρι~.3. αναδίδει μυρωδιά: δυσ~/ευ~.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.