Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • τεφρώδης , ης, ες τε-φρώ-δης επίθ. {τεφρώδ-ους | -εις (ουδ. -η)} (επιστ.) 1. που το χρώμα του μοιάζει με της τέφρας: ~ης: άμμος. Πβ. σταχτής, τεφρός.|| (ΑΣΤΡΟΝ.) ~ες: φως (: που φωτίζει αμυδρά το σκοτεινό τμήμα της Σελήνης σε συγκεκριμένη φάση της και οφείλεται στο αντανακλώμενο από τη Γη ηλιακό φως). 2. που αποτελείται ή καλύπτεται από τέφρα: ~ης: άνθρακας.|| ~ης: επίχωση. Βλ. -ώδης. [< 1: μτγν. τεφρώδης]

-ώδης

-ώδης, ης, ες (λόγ.) επίθημα επιθέτων που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. χαρακτηρίζεται ή αποτελείται, συνήθ. σε μεγάλο βαθμό, από αυτό που δηλώνει το επίθετο: αιματ~/θορυβ~/θυελλ~/σαρκ~.|| Δενδρ~/ελ~/θαμν~. 2. (μειωτ.) έχει την ιδιότητα που εκφράζει το πρώτο μέρος της λέξης: νηπι~/παιδαρι~. 3. αναδίδει μυρωδιά: δυσ~/ευ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.