τζέντλεμαν τζέ-ντλε-μαν ουσ. (αρσ.) {άκλ.} & τζέντελμαν: άντρας με λεπτούς τρόπους, ευγενικός και περιποιητικός προς τις γυναίκες και κατ' επέκτ. τυπικός, ευπρεπής, έντιμος: αληθινός/πραγματικός/σωστός ~! Φέρθηκε σαν/ως γνήσιος ~ και κράτησε τον λόγο του. Πβ. κύριος.|| ~ της πολιτικής. Πβ. ευπατρίδης. ΣΥΝ. ιππότης (2) ● Ο σωστός ορισμός πρέπει «να περικλείει την ανείπωτη ατμόσφαιρα, το αόρατο κραδαινόμενο παίξιμο της ζυγαριάς ανάμεσα εγωλατρείας κι ευγενείας, ευαισθησίας και ψυχικού συγκρατημού, πάθους και πειθαρχίας, που δημιουργούν τον τζέντλεμαν! Τον μαντεύεις από αστάθμητες, φαινομενικά ασήμαντες λεπτομέρειες: Από μιαν κίνηση του χεριού, από τον τόνο της φωνής, από το περπάτημα. Από τον τρόπο που ντύνεται, τρώει, διασκεδάζει, από την ψυχρή ακαταμάχητη ένταση που αγαπάει την εξοχή, τα σπορτ, τη γυναίκα, τ’ άλογα, τους Τάιμς ...» (Νίκος Καζαντζάκης, Ταξιδεύοντας. Αγγλία). [< αγγλ. gentleman]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.