Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • τζίντζερ τζί-ντζερ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & (επίσ.) ζιγγίβερι & (σπάν.) ζιγγιβέρι: ΒΟΤ. η εδώδιμη αρωματική ρίζα του φυτού πιπερόριζα (επιστ. ονομασ. Ζingiber officinale): αποξηραμένο/τριμμένο/φρέσκο ~. ~ σε σκόνη.|| (ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ.) Μπισκότα/τσάι/ψωμί με ~. Πίκλες/σάλτσα/τουρσί ~. Μπίρα με/από ~ (= τζιντζιμπίρα).|| Αιθέριο έλαιο ~. [< αγγλ. ginger, μτγν. ζιγγίβερις]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.