Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • τζιέρι τζιέ-ρι ουσ. (ουδ.) & (σπάν.) τζιγέρι (διαλεκτ.): εντόσθια ή συκώτι σφαγίου· κατ' επέκτ. σωθικά: (επιτατ.) Μου έχει φάει τα ~ια (= με έχει καταταλαιπωρήσει· ΣΥΝ. μου 'πρηξε το συκώτι)!|| (οικ.) ~ (= σπλάχνο) μου! [< τουρκ. ciğer]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.