τηγάνι τη-γά-νι ουσ. (ουδ.) 1. πλατύ και ρηχό μεταλλικό σκεύος στρογγυλού ή τετράγωνου σχήματος, συνήθ. με μακριά λαβή, που χρησιμοποιείται για το τηγάνισμα φαγητών· συνεκδ. ψήσιμο στο συγκεκριμένο σκεύος· κατ' επέκτ. κάθε πλατιά ή αβαθής επιφάνεια: ανοξείδωτο/αντικολλητικό (βλ. τεφάλ)/βαθύ/εμαγιέ/ηλεκτρικό/πυρίμαχο ~. ~-γκριλιέρα. Κατέβασε το ~ από τη φωτιά. Σοτάρετε/τσιγαρίζετε τα μανιτάρια στο ~. Λιώνετε το βούτυρο σε ζεστό/μέτριο ~. Βλ. κατσαρόλα.|| Κολοκυθάκια στο ~ (= τηγανητά).|| Λάδι για ~ (= τηγάνισμα).|| (περιστρεφόμενο παιχνίδι σε λούνα παρκ) Ανέβηκαν/μπήκαν στο ~. Βλ. τρενάκι.2. (λαϊκό) αβαθής περιφραγμένη έκταση αλυκής, όπου εξατμίζεται το θαλασσινό νερό και μένει το αλάτι. Βλ. αλίπεδο. ● Υποκ.: τηγανάκι (το): στη σημ. 1. [< μεσν. τηγάνιν < μτγν. τηγάνιον < αρχ. τήγανον, τάγηνον]
τηγανιά τη-γα-νιά ουσ. (θηλ.) 1. ποσότητα που τηγανίζεται κάθε φορά: μια ~ πατάτες. Βλ. μαγειριά.2. ΜΑΓΕΙΡ. κομματάκια συνήθ. χοιρινού κρέατος ψημένα στο τηγάνι: μεθυσμένη (: σβησμένη με κρασί)/παραδοσιακή ~. ~ κρασάτη. ~ με πιπεριές.|| ~ κοτόπουλου. ~ με μοσχάρι.
τηγάνισμα τη-γά-νι-σμα ουσ. (ουδ.) {τηγανίσμ-ατος}: ΜΑΓΕΙΡ. ψήσιμο στο τηγάνι: ελαφρύ/σιγανό ~. ~ με ελαιόλαδο/σπορέλαιο. ~ σε φριτέζα (= βαθύ ~). Κατά το/στο ~. ~ της πατάτας σε φέτες. Λίπος ~ατος. Μυρωδιές/οσμές από το ~. Αλεύρι ειδικό για ~ (πβ. τηγάνι). Μυστικά για υγιεινό ~. Βλ. βράσιμο, τσιγάρισμα. [< μεσν. τηγάνισμα]
τηγανίτα τη-γα-νί-τα ουσ. (θηλ.) {συνήθ. στον πληθ.}: ΜΑΓΕΙΡ. -ΖΑΧΑΡ. χυλός από αλεύρι που τηγανίζεται σε ζεστό λάδι και αποτελεί πρόχειρο έδεσμα, γλυκό ή αλμυρό: αφράτες/ξεροψημένες ~ες. ~ες με ζάχαρη/μαρμελάδα/μέλι. ~ες γεμιστές με τυρί/καλαμποκιού. Βλ. βάφλα, κρέπα, λαλάγγι. ● ΦΡ.: όλο λάδι/όλο μέλι/μέλι μέλι/λάδι λάδι και από τηγανίτα τίποτα (παροιμ.): για κάποιον που δεν πραγματοποιεί ό,τι υπόσχεται ή ό,τι δηλώνει πως θα κάνει. [< αρχ. τηγανίτης (ενν. ἄρτος)]
βάφλα βά-φλα ουσ. (θηλ.): ΖΑΧΑΡ. είδος παχιάς συνήθ. τηγανίτας, τραγανής απ' έξω, που ψήνεται σε βαφλιέρα και παίρνει σχήμα που μοιάζει με δικτυωτό πλέγμα: ~ με παγωτό/σαντιγί/σιρόπι/σοκολάτα. Βλ. κρέπα. [< αγγλ. waffle]
βράζω
βράζω βρά-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {έβρα-ζα, έβρα-σα, βρά-στηκε, -στεί, -σμένος, βράζ-οντας} 1. μαγειρεύω κάτι μέσα σε νερό που βρίσκεται σε κατάσταση βρασμού ή θερμαίνω υγρό μέχρι το σημείο βρασμού του: ~ το κρέας/τα μακαρόνια/τη σούπα/τα χόρτα/το ψάρι σε υψηλή/χαμηλή θερμοκρασία. Μη ~σεις πολύ το ρύζι και λασπώσει! Λαχανικά που έχουν ~στεί στον ατμό. ~σμένες: πατάτες (βλ. προβρασμένος). ~σμένα: αβγά.|| ~στε το ζουμί/σιρόπι/χαμομήλι (για) πέντε λεπτά. Βλ. σιγο~.2. (μτφ.-προφ.) για πρόσωπο που ζεσταίνεται υπερβολικά ή βρίσκεται σε ένταση, αναταραχή: Έχουμε ~σει (= ανάψει, σκάσει) από τη ζέστη!|| (ειδικότ.) ~ει στον πυρετό (= καίγεται, ψήνεται).|| Δεν έλεγα τίποτα, αλλά (από) μέσα μου ~ζα από θυμό (: ήμουν πολύ θυμωμένος, είχα φουντώσει, ήμουν έτοιμος να εκραγώ). Η κερκίδα/ο κόσμος ~ει από αγανάκτηση. ~ει από το κακό του. (κατ' επέκτ.) Η οργή ~ει. ● βράζει1. (για υγρό ή φαγητό) έχει θερμανθεί τόσο, ώστε να βγάζει ατμούς: (σε συνταγή:) Μόλις το νερό αρχίσει να ~ (= κοχλάζει), ρίξτε τα ζυμαρικά. Το γάλα/τσάι ~σε. Πβ. αναβράζει, ζέει.|| Τα όσπρια δεν έχουν ~σει καλά (: θέλουν κι άλλο βράσιμο). Αφήνουμε τη σάλτσα να ~σει σε σιγανή/χαμηλή φωτιά (πβ. σιγοβράζω).2. (μτφ.) (για μέρος) έχει πολύ υψηλή θερμοκρασία ή βρίσκεται σε έκρυθμη κατάσταση: ~ το δωμάτιο. Έξω ~ ο κόσμος/ο τόπος! Καμίνι που ~ η πόλη. ΣΥΝ. ζεματάει, καίει.|| Περιοχή που ~ από φυλετικές συγκρούσεις.3. υφίσταται ζύμωση: ~ ο μούστος/το τσίπουρο. ΣΥΝ. ζυμώνεται (2) ● ΦΡ.: βράσε ρύζι/όρυζα (προφ.): προς δήλωση αδιεξόδου, απογοήτευσης ή των δυσάρεστων συνεπειών που θα επακολουθήσουν: Έτσι και μπλέξεις με τα γραφειοκρατικά, ~ ~! ΣΥΝ. άστα (να πάνε) (καλύτερα) & άσε καλύτερα, ζήτω που καήκαμε!, κλάφ' τα (Χαράλαμπε), να τον/την/το βράσω (προφ.): για κάποιον ή κάτι που περιφρονώ, δεν υπολογίζω, απορρίπτω: Τέτοιον φίλο ~ ~! Να τα ~ τα λεφτά του!, άστα βράστα βλ. αφήνω, βράζει στο ζουμί του βλ. ζουμί, βράζει/κοχλάζει το αίμα βλ. αίμα, καζάνι που βράζει/κοχλάζει βλ. καζάνι, όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε βλ. καζάνι [< μτγν. βράζω]
βράσιμο
βράσιμο βρά-σι-μο ουσ. (ουδ.) {βρασίμ-ατος} 1. βρασμός: ~ αβγών/ζυμαρικών/νερού. ~ στην κατσαρόλα/σε χαμηλή φωτιά. Χρόνος ~ατος. Βλ. τηγάνισμα, ψήσιμο. ΣΥΝ. βράση (1) 2. (μτφ.-προφ.) παθολογική κατάσταση που σχετίζεται με φλεγμονή των αναπνευστικών οδών: ~ στο στήθος. Πβ. ρόγχος.
κατσαρόλα
κατσαρόλα κα-τσα-ρό-λα ουσ. (θηλ.): κυκλικό, βαθύ, μεταλλικό μαγειρικό σκεύος με δύο λαβές και καπάκι· συνεκδ. ο αντίστοιχος τρόπος μαγειρέματος: ανοξείδωτη/αντικολλητική/μεγάλη/πυρίμαχη ~. ~ εμαγιέ. Κόλλησαν τα μακαρόνια στην ~. (σε συνταγές) Βάζετε το κοτόπουλο/βράζουμε το νερό σε (μια) ~. Πβ. τέντζερης. Βλ. καζάνι, μαρμίτα, χύτρα ταχύτητας.|| Ψητό (της) ~ας. Γεμιστά/μοσχαράκι στην ~ (βλ. φούρνος). ● Υποκ.: κατσαρολάκι & (λαϊκό) κατσαρόλι (το), κατσαρολίτσα (η) [< βεν. cazzarola]
μαγειριά
μαγειριά μα-γει-ριά ουσ. (θηλ.) & μαγεριά (προφ.): κατάλληλη ποσότητα για ένα γεύμα: Το λάδι ίσα-ίσα φτάνει για μια ~. Βλ. τηγανιά. [< μτγν. μαγειρία, μαγερειά, 17ος αι.]
τηγανητός
τηγανητός, ή, ό τη-γα-νη-τός επίθ. & (σπάν.) τηγανι(σ)τός: ΜΑΓΕΙΡ. που έχει ψηθεί στο τηγάνι, τηγανισμένος: πατάτες ~ές. Αβγά/καλαμάρια/κεφτεδάκια/κολοκυθάκια ~ά. Βλ. μαγειρευτός.|| (ΖΑΧΑΡ.) ~ά: μήλα.|| (ως ουσ.) Προτιμήστε τα βραστά από τα ~ά (ενν. φαγητά). [< μτγν. τηγανητόν]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.