Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 6 εγγραφές  [0-6]


  • τηγάνι τη-γά-νι ουσ. (ουδ.) 1. πλατύ και ρηχό μεταλλικό σκεύος στρογγυλού ή τετράγωνου σχήματος, συνήθ. με μακριά λαβή, που χρησιμοποιείται για το τηγάνισμα φαγητών· συνεκδ. ψήσιμο στο συγκεκριμένο σκεύος· κατ' επέκτ. κάθε πλατιά ή αβαθής επιφάνεια: ανοξείδωτο/αντικολλητικό (βλ. τεφάλ)/βαθύ/εμαγιέ/ηλεκτρικό/πυρίμαχο ~. ~-γκριλιέρα. Κατέβασε το ~ από τη φωτιά. Σοτάρετε/τσιγαρίζετε τα μανιτάρια στο ~. Λιώνετε το βούτυρο σε ζεστό/μέτριο ~. Βλ. κατσαρόλα.|| Κολοκυθάκια στο ~ (= τηγανητά).|| Λάδι για ~ (= τηγάνισμα).|| (περιστρεφόμενο παιχνίδι σε λούνα παρκ) Ανέβηκαν/μπήκαν στο ~. Βλ. τρενάκι. 2. (λαϊκό) αβαθής περιφραγμένη έκταση αλυκής, όπου εξατμίζεται το θαλασσινό νερό και μένει το αλάτι. Βλ. αλίπεδο. ● Υποκ.: τηγανάκι (το): στη σημ. 1. [< μεσν. τηγάνιν < μτγν. τηγάνιον < αρχ. τήγανον, τάγηνον]
  • τηγανιά τη-γα-νιά ουσ. (θηλ.) 1. ποσότητα που τηγανίζεται κάθε φορά: μια ~ πατάτες. Βλ. μαγειριά. 2. ΜΑΓΕΙΡ. κομματάκια συνήθ. χοιρινού κρέατος ψημένα στο τηγάνι: μεθυσμένη (: σβησμένη με κρασί)/παραδοσιακή ~. ~ κρασάτη. ~ με πιπεριές.|| ~ κοτόπουλου. ~ με μοσχάρι.
  • τηγανίζω τη-γα-νί-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {τηγάνι-σα, τηγανί-σει, -στηκε, -στεί, -σμένος, τηγανίζ-οντας} 1. ΜΑΓΕΙΡ. ψήνω στο τηγάνι, συνήθ. με λάδι ή βούτυρο: ~ τα κεφτεδάκια/τις πατάτες. ~σμένα: ψάρια (βλ. προτηγανισμένος). Βλ. βράζω, ξερο~. 2. (μτφ.-προφ.) βασανίζω, καταταλαιπωρώ. ΣΥΝ. τσιγαρίζω (2), τσιτσιρίζω [< μτγν. τηγανίζω]
  • τηγάνισμα τη-γά-νι-σμα ουσ. (ουδ.) {τηγανίσμ-ατος}: ΜΑΓΕΙΡ. ψήσιμο στο τηγάνι: ελαφρύ/σιγανό ~. ~ με ελαιόλαδο/σπορέλαιο. ~ σε φριτέζα (= βαθύ ~). Κατά το/στο ~. ~ της πατάτας σε φέτες. Λίπος ~ατος. Μυρωδιές/οσμές από το ~. Αλεύρι ειδικό για ~ (πβ. τηγάνι). Μυστικά για υγιεινό ~. Βλ. βράσιμο, τσιγάρισμα. [< μεσν. τηγάνισμα]
  • τηγανιστός , ή, ό βλ. τηγανητός
  • τηγανίτα τη-γα-νί-τα ουσ. (θηλ.) {συνήθ. στον πληθ.}: ΜΑΓΕΙΡ. -ΖΑΧΑΡ. χυλός από αλεύρι που τηγανίζεται σε ζεστό λάδι και αποτελεί πρόχειρο έδεσμα, γλυκό ή αλμυρό: αφράτες/ξεροψημένες ~ες. ~ες με ζάχαρη/μαρμελάδα/μέλι. ~ες γεμιστές με τυρί/καλαμποκιού. Βλ. βάφλα, κρέπα, λαλάγγι. ● ΦΡ.: όλο λάδι/όλο μέλι/μέλι μέλι/λάδι λάδι και από τηγανίτα τίποτα (παροιμ.): για κάποιον που δεν πραγματοποιεί ό,τι υπόσχεται ή ό,τι δηλώνει πως θα κάνει. [< αρχ. τηγανίτης (ενν. ἄρτος)]

αλίπεδο

αλίπεδο [ἁλίπεδο] α-λί-πε-δο ουσ. (ουδ.): ΓΕΩΜΟΡΦ. παραθαλάσσια πεδινή έκταση: μεσογειακά ~α. Έλη και ~α. [< μτγν. ἁλίπεδον]

βάφλα

βάφλα βά-φλα ουσ. (θηλ.): ΖΑΧΑΡ. είδος παχιάς συνήθ. τηγανίτας, τραγανής απ' έξω, που ψήνεται σε βαφλιέρα και παίρνει σχήμα που μοιάζει με δικτυωτό πλέγμα: ~ με παγωτό/σαντιγί/σιρόπι/σοκολάτα. Βλ. κρέπα. [< αγγλ. waffle]

βράζω

βράζω βρά-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {έβρα-ζα, έβρα-σα, βρά-στηκε, -στεί, -σμένος, βράζ-οντας} 1. μαγειρεύω κάτι μέσα σε νερό που βρίσκεται σε κατάσταση βρασμού ή θερμαίνω υγρό μέχρι το σημείο βρασμού του: ~ το κρέας/τα μακαρόνια/τη σούπα/τα χόρτα/το ψάρι σε υψηλή/χαμηλή θερμοκρασία. Μη ~σεις πολύ το ρύζι και λασπώσει! Λαχανικά που έχουν ~στεί στον ατμό. ~σμένες: πατάτες (βλ. προβρασμένος). ~σμένα: αβγά.|| ~στε το ζουμί/σιρόπι/χαμομήλι (για) πέντε λεπτά. Βλ. σιγο~. 2. (μτφ.-προφ.) για πρόσωπο που ζεσταίνεται υπερβολικά ή βρίσκεται σε ένταση, αναταραχή: Έχουμε ~σει (= ανάψει, σκάσει) από τη ζέστη!|| (ειδικότ.) ~ει στον πυρετό (= καίγεται, ψήνεται).|| Δεν έλεγα τίποτα, αλλά (από) μέσα μου ~ζα από θυμό (: ήμουν πολύ θυμωμένος, είχα φουντώσει, ήμουν έτοιμος να εκραγώ). Η κερκίδα/ο κόσμος ~ει από αγανάκτηση. ~ει από το κακό του. (κατ' επέκτ.) Η οργή ~ει.βράζει 1. (για υγρό ή φαγητό) έχει θερμανθεί τόσο, ώστε να βγάζει ατμούς: (σε συνταγή:) Μόλις το νερό αρχίσει να ~ (= κοχλάζει), ρίξτε τα ζυμαρικά. Το γάλα/τσάι ~σε. Πβ. αναβράζει, ζέει.|| Τα όσπρια δεν έχουν ~σει καλά (: θέλουν κι άλλο βράσιμο). Αφήνουμε τη σάλτσα να ~σει σε σιγανή/χαμηλή φωτιά (πβ. σιγοβράζω). 2. (μτφ.) (για μέρος) έχει πολύ υψηλή θερμοκρασία ή βρίσκεται σε έκρυθμη κατάσταση: ~ το δωμάτιο. Έξω ~ ο κόσμος/ο τόπος! Καμίνι που ~ η πόλη. ΣΥΝ. ζεματάει, καίει.|| Περιοχή που ~ από φυλετικές συγκρούσεις. 3. υφίσταται ζύμωση: ~ ο μούστος/το τσίπουρο. ΣΥΝ. ζυμώνεται (2) ● ΦΡ.: βράσε ρύζι/όρυζα (προφ.): προς δήλωση αδιεξόδου, απογοήτευσης ή των δυσάρεστων συνεπειών που θα επακολουθήσουν: Έτσι και μπλέξεις με τα γραφειοκρατικά, ~ ~! ΣΥΝ. άστα (να πάνε) (καλύτερα) & άσε καλύτερα, ζήτω που καήκαμε!, κλάφ' τα (Χαράλαμπε), να τον/την/το βράσω (προφ.): για κάποιον ή κάτι που περιφρονώ, δεν υπολογίζω, απορρίπτω: Τέτοιον φίλο ~ ~! Να τα ~ τα λεφτά του!, άστα βράστα βλ. αφήνω, βράζει στο ζουμί του βλ. ζουμί, βράζει/κοχλάζει το αίμα βλ. αίμα, καζάνι που βράζει/κοχλάζει βλ. καζάνι, όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε βλ. καζάνι [< μτγν. βράζω]

βράσιμο

βράσιμο βρά-σι-μο ουσ. (ουδ.) {βρασίμ-ατος} 1. βρασμός: ~ αβγών/ζυμαρικών/νερού. ~ στην κατσαρόλα/σε χαμηλή φωτιά. Χρόνος ~ατος. Βλ. τηγάνισμα, ψήσιμο. ΣΥΝ. βράση (1) 2. (μτφ.-προφ.) παθολογική κατάσταση που σχετίζεται με φλεγμονή των αναπνευστικών οδών: ~ στο στήθος. Πβ. ρόγχος.

κατσαρόλα

κατσαρόλα κα-τσα-ρό-λα ουσ. (θηλ.): κυκλικό, βαθύ, μεταλλικό μαγειρικό σκεύος με δύο λαβές και καπάκι· συνεκδ. ο αντίστοιχος τρόπος μαγειρέματος: ανοξείδωτη/αντικολλητική/μεγάλη/πυρίμαχη ~. ~ εμαγιέ. Κόλλησαν τα μακαρόνια στην ~. (σε συνταγές) Βάζετε το κοτόπουλο/βράζουμε το νερό σε (μια) ~. Πβ. τέντζερης. Βλ. καζάνι, μαρμίτα, χύτρα ταχύτητας.|| Ψητό (της) ~ας. Γεμιστά/μοσχαράκι στην ~ (βλ. φούρνος). ● Υποκ.: κατσαρολάκι & (λαϊκό) κατσαρόλι (το), κατσαρολίτσα (η) [< βεν. cazzarola]

μαγειριά

μαγειριά μα-γει-ριά ουσ. (θηλ.) & μαγεριά (προφ.): κατάλληλη ποσότητα για ένα γεύμα: Το λάδι ίσα-ίσα φτάνει για μια ~. Βλ. τηγανιά. [< μτγν. μαγειρία, μαγερειά, 17ος αι.]

τηγανητός

τηγανητός, ή, ό τη-γα-νη-τός επίθ. & (σπάν.) τηγανι(σ)τός: ΜΑΓΕΙΡ. που έχει ψηθεί στο τηγάνι, τηγανισμένος: πατάτες ~ές. Αβγά/καλαμάρια/κεφτεδάκια/κολοκυθάκια ~ά. Βλ. μαγειρευτός.|| (ΖΑΧΑΡ.) ~ά: μήλα.|| (ως ουσ.) Προτιμήστε τα βραστά από τα ~ά (ενν. φαγητά). [< μτγν. τηγανητόν]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.